Ένας Χριστός από τη Χιλή στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Βενετίας
20:04 - 03 Σεπτεμβρίου 2016
Τρίτη μέρα χθες του 73ου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Βενετίας και οι αφίξεις των προσωπικοτήτων συνεχίζονται με την είσοδο του Παλάτσο ντελ Τσίνεμα, της μεγάλης αίθουσας της Μόστρας, να κατακλύζεται από τις πολύ πρωινές ώρες με τους νεαρούς συνήθως φαν, για να πιάσουν θέση ώστε να μπορέσουν να δουν από κοντά και να πάρουν αν μπορέσουν αυτόγραφο τους αγαπημένους τους σταρ. Ανάμεσα στους αφιχθέντες χθες οι ηθοποιοί Τζέικ Γκίλενχαλ, Έμι Ανταμς, Λιβ Σράιμπερ, Ναόμι Γουότς, καθώς και οι σκηνοθέτες Ντάριο Αρτζέντο, Νίκολας Γουάντινγκ Ρεφν Κρίστροφερ Μάρεϊ και Φιλίπ Φαλαρντό.
Η ταινία «Ο τυφλός Χριστός» του Χιλιανού σκηνοθέτη/σεναριογράφου Κρίστοφερ Μάρεϊ, στο διαγωνιστικό τμήμα, ξεκινά με τον έφηβο Μάικλ, που περιφέρεται με τον φίλο του Μαουρίσιο στην έρημο, να του ζητά να του καρφώσει τα χέρια, όπως ακριβώς έγινε με τον Χριστό, για να πιστέψει στη συνέχεια πως του έχει «μιλήσει» ο ίδιος ο Θεός. Αργότερα, ένας ενήλικας Μάικλ, που πιστεύει πως ο Θεός βρίσκεται μέσα μας και όχι κάπου έξω από μας, μέσα από την όποια θρησκεία που προβάλλει η εκκλησία, ξεκινά σε ένα ταξίδι να βρει τον Μαουρίτσιο, που κινδυνεύει, όπως έχει μάθει, να χάσει το πόδι του ύστερα από ένα ατύχημα, βάζοντας στόχο του να τον θεραπεύσει. Ο Μάικλ, πρόσωπο που μοιάζει να βγήκε από το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» του Παζολίνι (ρόλο που ερμηνεύει ο Μάικλ Σίλβα, ο μόνος επαγγελματίας ηθοποιός στην ταινία), πιστεύει, πως είναι ένα είδος προφήτη και πως μπορεί να κάνει θαύματα.
Στην πορεία του στις πιο φτωχικές, εγκαταλειμμένες στη μοίρα τους, περιοχές της Χιλής, όπου οι άνθρωποι έχουν εμπιστευθεί τη ζωή και το μέλλον τους στη θρησκεία, ο Χιλιανός αυτός Προφήτης θα έρθει σε επαφή με διάφορα πρόσωπα, που ζουν μέσα στις πιο άθλιες συνθήκες (οι ιστορίες τους είναι και τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της ταινίας), πρόσωπα επιλεγμένα για τους ρόλους από τους ανθρώπους της περιοχής και που συνήθως αφηγούνται δικές τους, αληθινές ιστορίες, με τον ίδιο τον Μάικλ να αφηγείται τις δικές του ιστορίες, είδος παραβολών (που κάθε φορά αναπλάθει σε ωραίες εικόνες ο Κρίστοφερ Μάρεϊ). Παρόλο που στιγμές φέρνουν στο νου άλλοτε τον «Ναζωραίο» και άλλοτε τον «Συμεών της ερήμου» του Λουίς Μπουνιουέλ, ο Μάρεϊ δεν τολμά να δώσει στην ιστορία του τις διάφορες, συχνά σουρεαλιστικές, ανατροπές που συναντάμε στον μεγάλο Ισπανό σκηνοθέτη, προτιμώντας να παραμένει κάπου στη μέση, αφήνοντας ανοιχτά τα θέματα και τα προβλήματα που εισαγάγει, αν και, από εικαστικής τουλάχιστον πλευράς, η ταινία του περιέχει σκηνές στημένες με ξεχωριστή φροντίδα και ομορφιά (ιδιαίτερα εκείνες της πορείας, με γυμνά πόδια, του «Προφήτη» του, μέσα από την έρημο της Χιλής).
Ανάμεσα στο θρίλερ αγωνίας και το ψυχολογικό δράμα κινείται με άνεση ο Τομ Φορντ στη δεύτερη ταινία του διαγωνιστικού, «Ζώα της νύχτας («Nocturnal Animals»), διασκευή του μπεστ-σέλερ «Τόνι και Σούζαν» του Όστιν Ράιτ, με πρωταγωνιστές τους Έμι Άνταμς, Τζέικ Γκίλενχαλ και Μάικλ Σάνον. Μια ταινία έρωτα, εκδίκησης και λύτρωσης, που καλύπτει τρεις παράλληλες ιστορίες, που ο Φορντ ισορροπεί με αρκετή επιτυχία: η μια αναφέρεται στη σημερινή εποχή, με την Σούζαν (Άνταμς) να παραλαμβάνει, από τον πρώην σύζυγό της, Εντουαρντ (Γκίλενχαλ), ένα μυθιστόρημα ωμότητας και εκδίκησης, η δεύτερη (ένα φιλμ μέσα στο φιλμ), που αναφέρεται στο μυθιστόρημα που αρχίζει να υλοποιείται στη φαντασία της Σούζαν όταν αυτή αρχίζει να το διαβάζει, και στο οποίο πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο Γκίλενχαλ, και μια τρίτη, που αναφέρεται στην ερωτική σχέση ανάμεσα στη Σουζαν και τον Εντουαρντ πριν το χωρισμό τους.
«Γνωρίζω πολύ καλά τους δυο διαφορετικούς κόσμους στους οποίους εκτυλίσσεται η ιστορία», ανάφερε στη συνέντευξη τύπου ο σκηνοθέτης της, Τομ Φορντ. «Μεγάλωσα στο Τέξας και στο Νέο Μεξικό, όπου εκτυλίσσεται μέρος της ιστορίας, και, βέβαια, γνωρίζω πολύ καλά και το Λος Αντζελες, γι΄ αυτό και μου ήταν εύκολο να γράψω την ιστορία. Ενώ, στην εισαγωγή της ταινίας, με τις υπέρβαρες αυτές, σαν φρικιά, γυναίκες που χορεύουν, ήθελα να κάνω ένα σχόλιο πάνω στην Αμερική και την υπο-κουλτούρα της, όπως ακριβώς τη βλέπουν οι ξένοι», ανέφερε. `Οσο για το πώς γράφει το σενάριο, ο Φορντ είπε: «Οραματίζομαι τις εικόνες, πλάνο με πλάνο, πριν ακόμη αρχίσω να γράφω το σενάριο, αν και, αφήνω τους χώρους και τα πρόσωπα με τα οποία συνεργάζομαι, να με ξαφνιάσουν και να με εντυπωσιάσουν.»
Τα καλύτερα κομμάτια της ταινίας είναι σίγουρα αυτά της υλοποίησης του βίαιου μυθιστορήματος, όπου ένας άντρας και η οικογένειά του πέφτουν θύματα μιας συμμορίας κακοποιών, μυθιστόρημα που το διάβασμά του προκαλεί έντονες αντιδράσεις αλλά και αλλαγές στη συμπεριφορά της Σούζαν, με τον Φορντ να παρουσιάζει παράλληλα και μια κριτική ματιά της σύγχρονης Αμερικής, ιδιαίτερα στις σκηνές της εισαγωγής με τις υπερβολικά ογκώδεις, γυμνές γυναίκες που χορεύουν σ΄ ένα είδος video art σόου. Στις αρετές της καλογυρισμένης αυτής ταινίας όλες οι ερμηνείες. Αξίζει να γίνει αναφορά στον Μάικλ Σάνον στο ρόλο ενός ασυνήθιστου αστυνομικού που αναλαμβάνει την υπόθεση του ήρωα της ταινίας μέσα στην ταινία.
Πολύ καλή για πρώτη δουλειά η ταινία «Hounds of Love» του Αυστραλού Μπεν Γιανγκ (στο τμήμα «Μέρες των Δημιουργών», τμήμα αντίστοιχο με εκείνο του «Δεκαπενθήμερου των Σκηνοθετών» στις Κάνες). Εμπνευσμένη από δυο ιστορίες πραγματικών σίριαλ-κίλερ που έδρασαν στο Περθ της Αυστραλίας, η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού σίριαλ κίλερ, του Τζον και της Εβελιν, σε μια πόλη της Αυστραλίας στην περίοδο των Χριστουγέννων του 1987. `Υστερα από μια εισαγωγή στην οποία το ζευγάρι σκοτώνει με τον πιο ωμό τρόπο και θάβει μια μαθήτρια, παρακολουθούμε την απαγωγή ενός άλλου κοριτσιού, της Βίκι, που το ζευγάρι ναρκώνει και κλειδώνει σ΄ ένα δωμάτιο του σπιτιού τους.
Πέραν από τις αποτυχημένες, δοσμένες με τη σωστή δόση του σασπένς, προσπάθειες της Βίκι να δραπετεύσει, ο Γιανγκ εστιάζει την κάμερά του και στη σχέση ανάμεσα στη Βίκι και την Εβελιν, με την Βίκι σταδιακά να μανιπουλάρει πονηρά την Εβελιν για να την οδηγήσει τελικά ενάντια στο σύντροφό της. Ο Γιάνγκ δείχνει πως ξέρει καλά το είδος του θρίλερ, με τις καταστάσεις και το σασπένς να αναπτύσσονται με έξυπνο, δραματουργικά αποδεκτό, τρόπο, ενώ καταφέρνει να αποσπάσει πολύ καλές ερμηνείες από τους βασικούς πρωταγωνιστές του.
Πηγή: ΚΥΠΕ