“Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος»

“Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λέυτερος». Μία από τις γνωστότερες -ίσως- φράσεις της ελληνικής συγγραφικής πραγματείας.
 
Έγινε τόσο αγαπητή, που τραγουδήθηκε, χαράκθηκε ανεξίτηλα πάνω σε σχολικά θρανία, έγινε σύνθημα, αλλά και μότο ζωής για τους αθεράπευτα ασυμβίβαστους. Φτάσαμε να τη δούμε μέχρι και στο wall κάποιων προφίλ στο facebook εκεί που με δύο λέξεις κάποιος περιγράφει τον εαυτό του.

Πιο πολύ απ’ όλα όμως η χιλιοειπωμένη αυτή φράση συνδέθηκε με μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές λογοτεχνικές φιγούρες του 20ου αιώνα, εκείνη του Νίκου Καζατζάκη. Και μάλιστα ταυτίστηκε τόσο πολύ με τον Κρητικό συγγραφέα, που οι περισσότεροι από εμάς θα λέγαμε πως πρώτος την αποτύπωσε με την πένα του στο χαρτί.
 


Αυτό όμως που λίγοι γνωρίζουν είναι ότι η συγκεκριμένη φράση ουδέποτε ανήκε στον Καζατζάκη, παρόλο που τη χρησιμοποίησε στο περίφημο έργο του «Ασκητική» θέλοντας να εκφρασει την προσωπική εσωτερική του πάλη για την ευτυχία και το θειο. Γι αυτό άλλωστε και ζήτησε μέσα από τη διαθήκη του, όταν πεθάνει, η φράση αυτή να χαραχθεί πάνω στον τάφο του, κάτι που τελικά κι έγινε.

 
Η πατρότητα του γνωστού ρητού
Στην πραγματικότητα η ισορία του γνωστού ρητού πάει πολύ πίσω και συγκεκριμένα στο 2ο αιώνα μ.Χ όταν ο Κυνικός φιλόσοφος Δημώναξ από την Κύπρο, θέλοντας να αποτυπώσει τον πυρήνα της κυνηκικής του φιλοσοφίας  πως η ανθρώπινη ευτυχία μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την άρνηση των κοινωνικών συμβάσεων, που καταδυναστεύουν τον άνθρωπο, είχε γράψει, όπως μάς αναφέρει ο Λουκιανός στο έργο του"Δημώνακτος βίος" :

«Ἐρωτήσαντος δέ τινος, τίς αὐτῷ ὅρος εὐδαιμονίας εἶναι δοκεῖ, μόνον εὐδαίμονα ἔφη τὸν ἐλεύθερον· ἐκείνου δὲ φήσαντος πολλοὺς ἐλευθέρους εἶναι, Ἀλλ' ἐκεῖνον νομίζω τὸν μήτε ἐλπίζοντά τι μήτε δεδιότα·
ὁ δέ, Καὶ πῶς ἄν, ἔφη, τοῦτό τις δύναιτο; ἅπαντες γὰρ ὡς τὸ πολὺ τούτοις δεδουλώμεθα. Καὶ μὴν εἰ κατανοήσεις τὰ τῶν ἀνθρώπων πράγματα, εὕροις ἂν αὐτὰ οὔτε ἐλπίδος οὔτε φόβου ἄξια, παυσομένων πάντως καὶ τῶν ἀνιαρῶν καὶ τῶν ἡδέων.»
 
[=Όταν κάποιος τον ρώτησε ποιος είναι κατά την γνώμη του ο ορισμός της ευτυχίας, εκείνος απάντησε ότι ευτυχισμένος είναι μόνο ο ελεύθερος. Όταν ο άλλος παρατήρησε ότι υπάρχουν πολλοί ελεύθεροι, απάντησε: «Εκείνον θεωρώ ελεύθερο, όποιον δεν ελπίζει τίποτα και δεν φοβάται τίποτα».
Και εκείνος τον ρώτησε: «Και πώς μπορεί κανείς να το καταφέρει αυτό; Γιατί όλοι ως επί το πλείστον είμαστε δούλοι σε τούτα τα δύο».
«Και όμως, αν κατανοήσεις τα ανθρώπινα, θα ανακαλύψεις ότι αυτά δεν είναι άξια ούτε ελπίδας ούτε φόβου, αφού οι πόνοι και οι ηδονές θα τερματιστούν στο τέλος οπωσδήποτε»].

Ο Δημώνακτος γεννήθηκε στην Κύπρο και έδρασε τον 2ο αιώνα μ.Χ. στην Αθήνα, όπου και έγινε οπαδός των σωκρατικών δογμάτων, αλλά κυρίως θιασώτης της σωκρατικής ηθικής. 
 
 
Αν και ανήκε σε διαπρεπή και πλούσια οικογένεια, προτίμησε να ζει ως κυνικός και ασκητής. Διδάσκαλοί του ήταν ο Επίκτητος, ο Τιμοκράτης, ο Αγαθόβουλος και ο Δημήτριος. Κατά τη διδασκαλία αυτού τα μόνα αγαθά της ζωής είναι η αυτάρκεια, η απαλλαγή από του φόβου και της ελπίδας, καθώς και η γαλήνη της ψυχής. Θεωρείται ανώτερος από τους άλλους Κυνικούς φιλοσόφους ως προς την παιδεία και τη μόρφωσή του αποφεύγοντας τις έκτροπες και ανοίκειες εκείνες πράξεις που χαρακτήριζαν γενικά τους Κυνικούς.Έζησε περί τα 100 χρόνια και όταν αισθάνθηκε το πολύ βαθύ γήρας του πέθανε, εκούσια αρνούμενος να λάβει τροφή.
 
 
Η επαναδιατύπωση στην «Ελληνική Νομαρχίαν»
Αρκετούς αιώνες αργότερα και συγκεκριμένα στην Ελλάδα του 1806,συναντάμε την ουσία του ρητού του Κύπριου φιλοσόφου σε ένα υπέροχο κείμενο, την «Ελληνική Νομαρχίαν», που ουσιαστικά ήταν δοκίμιο πολιτικής σκέψης και της οποίας ο συγγραφέας παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος.
 

Ο «Ανώνυμος Έλλην» και πατέρας της «Ελληνικής Νομαρχίας» είχε γράψει χαρακτηριστικά:


«... Και ο ελεύθερος ούτε ελπίζει, ούτε φοβείται εις ό,τι μέλλει να πράξη»
 
Το ρητό του Δημώνακτου στην «Ασκητική» του Καζατζάκη
Μετέπειτα, ο Καζαντζάκης, που κατά πάσα πιθανότητα γνώριζε την άποψη του Δημώνακτος μέσα από τις μεταφράσεις των έργων του Λουκιανού από τον Ι.Κονδυλάκη, ίσως και την επαναδιατύπωση του ρητού μέσα από την «Ελληνική Νομαρχία» το 1806, γράφει στο αριστούργημά του την "Ασκητική":

 
"Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν΄ αφανίζουνται, και λέω:"Αυτό θέλω!"
Ξέρω τώρα. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία."

 
Αν λοιπόν τύχει να ακούσετε ή να δείτε κάπου γραμμένη τη γνωστή αυτή ρήση, θυμηθείτε πως εμπνευστής της και πνευματικός της «πατέρας» δεν ήταν άλλος από τον Κύπριο φιλόσοφο Δημώνακτο.
 
 
 

Δειτε Επισης

Τζένιφερ Λόπεζ-Μπεν Άφλεκ: Δεν θα εμφανιστούν μαζί στην πρεμιέρα της νέας τους ταινίας «Unstoppable»
Τις ταινίες Avatar και Star Wars παρουσίασε η Disney
Eurovision 2025: Ποιες πόλεις διεκδικούν τη διοργάνωση για τον 69ο διαγωνισμό;
Έφυγε από τη ζωή ο Πάρης Μεταξάς
Επέκταση υποβολής αιτήσεων για το Σχέδιο ΘΥΜΕΛΗ 2023
Εγκαίνια της 6ης ατομικής έκθεσης ζωγραφικής τους Αrtiste Andre
Πέθανε ο δημιουργός του γκράφιτι με το φιλί Μπρέζνιεφ-Χόνεκερ στο Τείχος του Βερολίνου
Oι καλοκαιρινές εκδηλώσεις στον Μουτουλλά
Στο φως ημερολόγιο του Πικάσο με σπάνια σκίτσα του
Μια πλούσια κυπριακή κοινωνία μαρτυρούν ευρήματα 15ου και 14ου αιώνα στη Δρομολαξιά (pics)