Άλκη Ζέη: Αν πίστευα τις πρώτες κριτικές έπρεπε να πω δεν πρέπει να γράψω άλλο
11:20 - 18 Οκτωβρίου 2016
Απαντώντας σε ερωτήσεις της Ελένης Φτιάκας, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης και Ενιαίας Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κύπρου η Άλκη Ζέη ανέφερε μιλώντας για το πως «γεννήθηκε» ο περίπατος του Πέτρου ότι όταν γύρισε από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα το 1964, της έκανε εντύπωση πως τα παιδιά 12 χρονών, ανθρώπων που είχαν πάρει μέρος στην αντίσταση, “δεν ήξεραν ούτε για τον πόλεμο, ούτε για την αντίσταση. Δεν το μάθαιναν στο σχολείο. Δεν υπήρχε αυτή η εποχή”.
Έτσι, πρόσθεσε, «σκέφτηκα να γράψω ένα βιβλίο, αλλά να έχει ήρωα ένα παιδάκι που να είναι 10 – 12 χρονών, ώστε τα παιδιά να μπορέσουν μέσω αυτού να μάθουν πράγματα. Να το αγαπήσουν το παιδί αυτό». Και πραγματικά, είπε, «όταν το έγραφα γινόμουν εγώ εκείνο το παιδί και αισθανόμουν ότι ήμουνα ο Πέτρος». Αλλά όλα τα γεγονότα, διαβεβαίωσε, «δεν είναι γεγονότα που έχω διαβάσει, έχω μάθει. Είναι γεγονότα που τα έχω ζήσει η ίδια».
Για την παράσταση στον ΘΟΚ, με διασκευή Τάκη Τζαμαργιά και Σάββα Κυριακίδη και σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά ανέφερε ότι «νομίζω κάθε συγγραφέας αν δει το έργο του ζωντανό, ή του έρχεται ν` αυτοκτονήσει, ή χαίρεται πάρα πολύ».
«Χάρηκα πάρα πολύ γιατί αυτό το έργο έγινε με πολύ κόπο, με πολλή αγάπη απ` όλους. Πάντα θα ευγνωμονώ τον Τάκη Τζαμαργιά και το Σάββα Κυριακίδη κατ` αρχήν για την διασκευή που έκαναν», συνέχισε.
Η ίδια η συγγραφέας δεν θέλησε να συγκρίνει τις δύο παραστάσεις σε Ελλάδα και Κύπρο. Ωστόσο, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι στην σκηνή του ΘΟΚ υπάρχει μεγαλύτερος χώρος που έδωσε τη δυνατότητα στο σκηνοθέτη να κάνει περισσότερα πράγματα. «Το έκανε το έργο να έχει και πλευρές που στο Εθνικό δεν μπορούσε να τις κάνει που είναι και πολύ κοντά στα παιδιά. Με τα τραγούδια και το χορό, σπάει λίγο αυτό το βάρος», είπε.
Σε ερώτηση αν το αγαπημένο της βιβλίο είναι «Το Καπλάνι της Βιτρίνας» απάντησε θετικά αφού όπως είπε ήταν και το πρώτο της.
«Μη νομίζετε ότι ήταν εύκολη η ζωή του, πέρασε δια πυρός και σιδήρου το Καπλάνι», θυμήθηκε, προσθέτοντας ότι «αν πίστευα τις πρώτες κριτικές που γράψανε έπρεπε να πω: Δεν πρέπει να γράψω άλλο». Βγήκαν, είπε, «πολλές φωνές που λέγανε “για όνομα του Θεού να μην μπει στα σχολεία αυτό το βλαβερό βιβλίο”».
«Ενώ στη Γαλλία που βγήκε, ύμνους σχεδόν γράψανε, αλλά στην Ελλάδα κυκλοφορούσε πολύ λίγο», ανέφερε για να προσθέσει ότι το βιβλίο κυκλοφόρησε κανονικά μετά τη μεταπολίτευση.
«Του έχω αδυναμία γιατί είναι τα παιδικά μου χρόνια που τα θυμάμαι πάρα πολύ και όποτε πάω στη Σάμο συγκινούμαι», εξομολογήθηκε.
Σε αναφορά της στην Πηνελόπη Δέλτα είπε ότι ανακάλυψε κάποτε ότι «μια φράση ατόφια την έχω πάρει από την Δέλτα. Τόσο πολύ είχε μπει μέσα μας η Δέλτα. Με το Μάριο Πλωρίτη στο Παρίσι επί Χούντας λέγαμε φράσεις από τη Δέλτα απ` έξω κι εκείνος κι εγώ. Γιατί είχε αυτή την καταπληκτική γλώσσα και είχε ένα τρόπο γοητευτικό να σου λέει και τα πιο σκληρά πράγματα».
Για τις επισκέψεις που κάνει σε σχολεία στην Ελλάδα ανέφερε ότι «απ` όσο πήγαινα σχολείο πιο πολλές ώρες πήγα τώρα». Πάω στα σχολεία, πρόσθεσε, «που με καλεί ο δάσκαλος ο παθιασμένος που θυσιάζει ώρες, προσπαθεί να σκεφτεί πως να ρίξει τα παιδιά στην παγίδα να διαβάσουν». Αυτά τα παιδιά, είπε, «έχουν διαβάσει τα βιβλία, γράφουν για τα βιβλία, συζητάνε για τα βιβλία κι έτσι ευχαριστιέσαι ν` ακούς τι ωραία γλώσσα έχουν. Έχω προσέξει ότι τα παιδιά που διαβάζουν βιβλία μπορούν και εκφράζονται πολύ ωραία».
Για το βιβλίο της «Η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» ανέφερε ότι «ήθελα να το γράψω γιατί είχα ζήσει αυτά τα πράγματα και λέω πρέπει να ειπωθούν κάποια μέρα. Αλλά με δυσκόλεψε πολύ η αυτοβιογραφία με το μυθιστόρημα, γιατί ήθελα να κάνω ένα μυθιστόρημα».
Γι αυτό, πρόσθεσε, «έβαλα κι ένα τελείως διαφορετικό τύπο, που όχι τον φαντάστηκα αλλά έχω γνωρίσει πολλούς Αχιλλείς, ώστε να έρχεται σε αντίθεση με την ηρωίδα, η οποία χωρίς να είμαι εγώ έχει πολλά από εμένα». Και μάλιστα, είπε, «οι κριτικοί που στην Ελλάδα γνωριζόμαστε κι όλοι, ξέρανε ότι ο Αχιλλέας δεν είναι ο άντρας μου και γράψανε ότι το μόνο πρόσωπο που είναι εγκεφαλικό είναι ο Αχιλλέας».
«Ένα μήνα μετά που βγήκε το βιβλίο πήρα γράμμα από κάποιον από τη Θεσσαλονίκη. Και μου λέει λέγομαι Αχιλλέας, είμαι φτυστός ο Αχιλλέας του βιβλίου σου και αν ζούσε η γυναίκα μου θα με ρωτούσε πότε γνώρισες αυτή την κοπέλα και της διηγήθηκες την ιστορία μας. Έτσι βγήκε ο ψεύτικος Αχιλλέας, πιο αληθινός», είπε.
Σε ερώτηση γιατί δεν έγινε ποιήτρια αναφέρθηκε σε περιστατικό από την παιδική της ηλικία. «Όταν παντρεύτηκε η Διδώ Σωτηρίου το θείο μου, ήμουν 8 χρονών και της έγραψα ένα ποίημα. Η Διδώ μου είπε «σ` ευχαριστώ μικρό», το πήρε, το διάβασε εκείνη την ώρα και χαμογέλασε, αλλά είχε πολύ εκφραστικά μάτια και είδα τα μάτια της λυπημένα». Και από τότε, πρόσθεσε, «κατάλαβα ότι δεν πρέπει να ξαναγράψω ποίημα και δεν ξανάγραψα».
Σε ερώτηση αν γράφει τώρα κάτι απάντησε ότι «γράφω από το Δεκέμβριο ως το Μάρτη που πηγαίνω στις Βρυξέλλες που ζει η κόρη μου και τα εγγόνια μου κι εκεί έχω απόλυτη ελευθερία να κάνω ό,τι θέλω. Εκεί θα γράψω. Τί, δεν λέω. Ούτε ο εκδότης μου ξέρει».