Η ανάρτηση του Γιάννη Καλλιάνου για τον έναν χρόνο από τον θάνατο του πατέρα του: «Μαύρη η ψυχή μου»
09:00 - 26 Απριλίου 2025

«Ήμουν χαμένος, σαν να ζούσα σε εφιάλτη. Όσο τον θυμάμαι, όσο μιλάω γι’ αυτόν, δεν χάνεται. Είναι μαζί μου κάθε μέρα, όλη μέρα»
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ: Όλα τα νέα των celebrities με ένα κλικ στο #CelebrityNewsCyprus
Σήμερα συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο πατέρας του Γιάννη Καλλιάνου.
Ο πατέρας του γνωστού μετεωρολόγου, έφυγε πέρυσι από τη ζωή, σε ηλικία 79 ετών, μετά από πολυήμερη νοσηλεία.
Ο Γιάννης Καλλιάνος έχει μιλήσει πολλές φορές ανοιχτά για τη στενή σχέση που είχε με τον πατέρα του για αυτό σήμερα, δεν θα μπορούσε να μην κάνει μια σχετική ανάρτηση για εκείνον.
Αναλυτικά η ανάρτηση του Γιάννη Καλλιάνου
«Ένας χρόνος χωρίς τον πατέρα μας. Πριν έναν χρόνο, στις 25 Απριλίου 2024, έφυγε από τη ζωή ο πατέρας μου. Ήταν ο άνθρωπος, που μαζί με τη μητέρα μου, με στήριξαν όσο κανείς άλλος, που με ενέθρεψε -θεωρώ- όπως έπρεπε, που με ενθάρρυνε καθημερινά, που ήταν αυστηρός αλλά και δίκαιος, που παρόλο που δεν ήταν πλούσιος δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα, που έκανε 2 δουλειές για να μας προσφέρει όσα περισσότερα μπορούσε στο μεγάλωμά μας, που πάντα με πίστευε όταν ξεκινούσα να χτίζω το κάθε όνειρο μου.
Εδώ και ένα χρόνο, υπάρχουν κάποιες στιγμές που κουβαλάω μέσα μου σαν ανεξίτηλες εικόνες. Είναι οι στιγμές που με πόνεσαν όσο τίποτα άλλο, αλλά και που με δένουν για πάντα μαζί του.
Σήμερα θέλω να τις μοιραστώ μαζί σας. Γιατί όταν δεν μπορείς να τις κρατήσεις πια μέσα σου, τότε ίσως είναι ώρα να τις εξωτερικεύσεις.
Μία από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές ήταν όταν αντίκρισα τον πατέρα μου στο νοσοκομείο, μια μέρα πριν φύγει από τη ζωή. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, αδύναμος, δεν είχε καν τη δύναμη να ανοίξει τα μάτια του, αλλά με άκουγε. Του μιλούσα για το Κέντρο Μελέτης μου τότε δημιουργούσα, και εκείνος -παρότι εξαντλημένος- κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ έτσι. Βγήκα έξω να κλάψω, για να μην με καταλάβει. Και όμως, από αυτό το μικρό νεύμα του άντλησα όση δύναμη χρειαζόμουν για να συνεχίσω. Ήταν η τελευταία του σιωπηλή στήριξη.
Όταν έφυγε ο πατέρας μου, με πήρε ο αδελφός μου τηλέφωνο, μόλις τον είχαν ενημερώσει από την Εντατική. Εκείνες τις ώρες, με καλούσαν και κάποιοι δημοσιογράφοι που ήθελαν να μάθουν για την πορεία της υγείας του. Σε έναν από αυτούς, το είπα. Ότι “έφυγε”. Και έτσι η είδηση κυκλοφόρησε σχεδόν αμέσως στο διαδίκτυο. Εκείνη την ώρα, η μητέρα μου είχε κατέβει από το αυτοκίνητο για να πάρει ένα μπουκαλάκι νερό από το περίπτερο. Όταν επέστρεψε, το τηλέφωνό της άρχισε να χτυπάει ασταμάτητα από φίλους, συγγενείς, ανθρώπους που είχαν ήδη διαβάσει για τον θάνατο του πατέρα μου στο ίντερνετ.
Δεν την άφηνα να το σηκώσει, της έπαιρνα το τηλέφωνο από τα χέρια, κι εκείνη, χωρίς να ξέρει, μου έλεγε :
«Κάθισε, μήπως είναι από την Εντατική, για να μας πουν πώς πάει ο μπαμπάς.»
Δεν της απαντούσα. Οδηγούσα. Ήμουν κι εγώ χαμένος, σαν να ζούσα σε εφιάλτη.
Σταμάτησα κάποια στιγμή, δεξιά. Δεν ήξερα πώς να της το πω. Γύρισα και της είπα :
«Μαμά… ο μπαμπάς δεν τα κατάφερε.»
Με κοίταξε και μου είπε: «Σίγουρα;»
Δεν το πίστευε. Της απάντησα: «Ναι…»
Ακόμη θυμάμαι το βλέμμα της και τον τρόπο που κοιταχτήκαμε. Εκείνη τη στιγμή, σταμάτησαν όλα.
Την ίδια μέρα, η μητέρα μου ήταν με κάποιους δικούς μας ανθρώπους σε ένα φιλικό σπίτι. Μου είπε να πάω στο πατρικό μας, στο δωμάτιο των γονιών μου, και να μαζέψω τα απλωμένα ρούχα του πατέρα μου. Ήταν τα ρούχα που είχε πλύνει το προηγούμενο βράδυ, όσο εκείνος ήταν στο νοσοκομείο.
Η μητέρα μου του άλλαζε κάθε μέρα ρούχα και σκεπάσματα. Τα έφερνε σπίτι, τα έπλενε, και την επόμενη μέρα του τα πήγαινε πάλι, ακόμη και όταν βρισκόταν στην Εντατική.
Πήγα λοιπόν στο σπίτι. Ήταν άδειο. Μπήκα στο μπαλκόνι και άρχισα να μαζεύω ένα-ένα τα ρούχα του. Ήξερα ότι δεν θα τα ξαναφορούσε ποτέ.
Και εκεί, πάνω απ’ τα ρούχα του, έκλαιγα σιωπηλά.
Η ψυχή μου ήταν μαύρη γιατί το σπίτι μας δεν θα ξανάβλεπε ποτέ τον πατέρα μου.
Την ημέρα της κηδείας, στο χωριό μας στο Δρέπανο της Αργολίδας, εκεί που γεννήθηκε ο πατέρας μου, μπήκαμε στην εκκλησία και μας πλησίαζε ο κόσμος για συλλυπητήρια. Το φέρετρο ήταν κλειστό.
Ένιωθα ότι ζούσα μια ταινία, δεν είχα επαφή με το περιβάλλον. Κανείς μας δεν είχε.
Προς το τέλος, κάποιοι συγγενείς ζήτησαν να ανοίξει το φέρετρο, για να τον αποχαιρετήσει ο κόσμος.
Έλεγα μέσα στην εκκλησία :
«Όχι, μην το ανοίξετε!»
Ήθελα να τον θυμάμαι όπως εγώ ήθελα.
Αλλά κάποιοι επέμεναν. Και το άνοιξαν.
Έφυγα μακριά, δεν άντεχα να τον δω.
Όμως, λίγο πριν βγω από την εκκλησία, κάτι μέσα μου είπε ότι αυτό δεν είναι σωστό. Ότι δεν του άξιζε να μην τον αποχαιρετήσω.
Γύρισα πίσω. Η γυναίκα μου με κρατούσε, με τραβούσε να μην πάω, ήξερε πως δεν θα το άντεχα. Αλλά είχα πάρει την απόφασή μου.
Πλησίασα. Η μητέρα μου κι ο αδελφός μου τον χάιδευαν στο κεφαλάκι του. Τον είδα…
Μου κόπηκε η αναπνοή. Άρχισα να κλαίω, αλλά δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Ένιωθα τα πνευμόνια μου να μη δουλεύουν σωστά. Ένα βάρος στο στήθος.
Βγήκα έξω. Οριακά δεν έχασα τις αισθήσεις μου, δεν είχα ούτε αναπνοή, ούτε έβλεπα καλά, ούτε άκουγα.
Όμως, τον είδα. Και δεν θα τον ξεχάσω ποτέ.
Όταν φύγαμε από την κηδεία και ξεκινούσαμε για την Αθήνα, πήγα πρώτα στο νεκροταφείο να τον αποχαιρετήσω για τελευταία φορά.
Πάνω στον τάφο του υπήρχαν δεκάδες στεφάνια. Και τότε, ξαφνικά, μύριζε έντονα λιβάνι, όμως δεν υπήρχε πουθενά λιβάνι γύρω.
Το θεώρησα σημάδι από τον πατέρα μου. Σαν να μου έλεγε ότι είναι εκεί.
Κάθισα μαζί του. Του μίλησα για αρκετή ώρα. Όσο περνούσαν τα λεπτά, η μυρωδιά από λιβάνι γινόταν όλο και πιο έντονη. Δεν υπήρχε πουθενά λιβάνι…
Και ύστερα, έφυγα, τον αποχαιρέτησα και ξεκίνησα για την Αθήνα…
Πέρυσι το Πάσχα κάναμε Ανάσταση με τη μητέρα μου στο σπίτι μου. Η γυναίκα μου ήταν στο νοσοκομείο, στο εκκλησάκι του νοσοκομείου Συγγρός, με το παιδί μας.
Ο αδελφός μου τότε ήταν στην Κύπρο, με την οικογένειά του.
Όταν ήρθε η ώρα, και ακούστηκε το «Χριστός Ανέστη», επικράτησε απόλυτη σιγή.
Εγώ και η μητέρα μου καθόμασταν στο σαλόνι, σιωπηλοί. Ούτε που κοιταχτήκαμε. Απλά ακούγαμε απ’έξω από το σπίτι τα διάφορα βεγγαλικά… Ήταν μία από τις πιο σκληρές στιγμές της ζωής μου.
Μετά από 3-4 μέρες, η μητέρα μου αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι της για να κοιμηθεί εκεί, ενώ μέχρι τότε κοιμόταν στο δικό μας. Της είπα να μείνει λίγο ακόμα, αλλά ήθελε να επιστρέψει. Δεν ήθελε να μας «επιβαρύνει» άλλο. Μπήκαμε στο αμάξι και ξεκινήσαμε για να την πάω στο σπίτι της.
Ήταν βράδυ και θυμάμαι φυσούσε πολύ. Ο δρόμος του σπιτιού μας ήταν σκοτεινός, τα φώτα στις κολώνες δεν δούλευαν. Η πιλοτή σκοτεινή, και το σπίτι άδειο, χωρίς τον πατέρα μου.
Θυμάμαι την εικόνα της όταν κατέβαινε από το αυτοκίνητο για να ανέβει στο σπίτι. Μόνη της, μετά από 50 χρόνια.
Την κοιτούσα, και δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φιγούρα της που χανόταν μέσα στο σκοτάδι μέχρι να φτάσει στην πόρτα της πιλοτής για να την ανοίξει.
Αυτές είναι ορισμένες από τις στιγμές που με σημάδεψαν.
Που κουβαλάω μέσα μου κάθε μέρα.
Και που πάντα, όταν τις σκέφτομαι, νιώθω έναν κόμπο στο λαιμό.
Ο πατέρας μου δεν είναι εδώ σωματικά αλλά είναι παντού στη ζωή μου.
Στο κάθε βήμα μου.
Στο σπίτι μου, στο Κέντρο Μελέτης μου, στο γραφείο μου, στη δουλειά μου, στην οικογένειά μου, στη Βουλή, όπου και αν βρίσκομαι.
Στο φως και στις σκιές.
Και όσο τον θυμάμαι, όσο μιλάω γι’ αυτόν, δεν χάνεται. Είναι μαζί μου κάθε μέρα, όλη μέρα.
Κάθε πρωί που ανοίγω τον υπολογιστή μου, πάντα η πρώτη μου κίνηση είναι να δω τις φωτογραφίες του. Αν δεν το κάνω, δεν ξεκινάω τίποτα άλλο.
Μπαμπά μου, σ’ ευχαριστώ. Για όλα. Για ότι με έκανες. Για όσα μου δίδαξες. Για την εξαιρετική ποιότητα και καλοσύνη σου. Για το πόσο αλληλέγγυος ήσουν. Όλα αυτά, και άλλα τόσα θετικά που είχες, τα έχω ως οδηγό στη ζωή μου».