Διονύσης Σαββόπουλος: «Μού αφαίρεσαν μισό πνευμόνι, κι ύστερα μπήκα σε κάποιες θεραπείες»
09:43 - 16 Ιανουαρίου 2025
Η εξομολόγηση για τη μάχη του με τον καρκίνο: «Έβγαλα τα εσώρουχά μου και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα»
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ: Όλα τα νέα των celebrities με ένα κλικ στο #CelebrityNewsCyprus
Σχεδόν πέντε χρόνια μετά την αρχή αυτής της «μάχης», ο Διονύσης Σαββοπουλος μιλά ανοιχτά για τη σοβαρή περιπέτεια υγείας του στην αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα».
Ο τραγουδοποιός είχε μόλις ολοκληρώσει τις εμφανίσεις του με τον Μανώλη Μητσιά στα τέλη Μαρτίου το 2020 όταν απευθύνθηκε στους γιατρούς λόγω ενοχλήσεων.
«Μια και είχα χρόνο στη διάθεσή μου, πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι ξαφνικά; Όχι και τόσο ξαφνικά. Όλο γκούχου – γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από πενήντα χρόνια καπνίζω, και σάς το λέω αυτό για προσέχετε, να ‘χετε το νου σας, κι αν – ο μη γένοιτο – σάς συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός.
Μού αφαίρεσαν μισό πνευμόνι, κι ύστερα μπήκα σε κάποιες θεραπείες, που όσο να ΄ναι έχουν τις παρενέργειές τους. Κόπωση βασικά. Μια αίσθηση μεγάλη αδυναμία» εξομολογείται.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος συνέχισε ωστόσο να δημιουργεί καλλιτεχνικά παράλληλα με τις μάχες που έδινε με την υγεία του. Στο βιβλίο περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο και τη νοσηλεία του αργότερα με κορωνοϊό ενώ συνέχιζε τις ανοσοθεραπείες.
«Κάναν σύσκεψη από πάνω μου οι γιατροί, μήπως πρέπει να μπω στην εντατική λόγω δύσπνοιας, Μεγάλη Εβδομάδα ήταν. Αποφάσισαν να περιμένουν λίγο. Μού βάλαν ορό στη φλέβα, μάσκα οξυγόνου, και με πλάκωσαν στα φάρμακα, με μεγάλες δόσεις Lasix.
Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται.
Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τί έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους:
Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε.
Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πυτζάμες. Με ελέγξανε:
Βγάλτε και τα εσώρουχά σας.
Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα.
Κι όπως ήμουν έτσι ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σα ‘να φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μού βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν.
Χρόνια πολλά, μού είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα».