Αιμιλία Υψηλάντη: «Ο θάνατος της κόρης μου με συμφιλίωσε με το δικό μου, όταν έρθει»

Η σπουδαία ηθοποιός μίλησε για την τεράστια απώλεια που βίωσε με τον ξαφνικό θάνατο της κόρης αλλά και το πώς καταφέρνει να τη διαχειρίζεται

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ: Όλα τα νέα των celebrities με ένα κλικ στο #CelebrityNewsCyprus

Η Αιμιλία Υψηλάντη παραχώρησε συνέντευξη στην #Lifo και στον Γιάννη Πανταζόπουλο.

«Το βράδυ, όταν κοιμάμαι, με βαραίνουν οι απώλειες. Μέχρι να χάσω την κόρη μου δεν την είχα βιώσει αυτή την αίσθηση. Η Μαρίνα έφυγε ξαφνικά πριν από λίγο καιρό. Ήταν μόλις 55 ετών. Το να χάνει μια μητέρα το παιδί της δεν θεωρείται φυσιολογικό γεγονός. Σήμερα, η εγγονή μου, η Άρτεμις, δεν έχει ούτε πάτερα, ούτε μητέρα, ούτε αδέλφια. Αλλά δεν μπορώ να μπω στη θέση της, δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι να είσαι ένα ολομόναχο παιδί. Δεν ξέρω αν ο χρόνος θα αποδειχθεί γιατρικό, πάντως, όσο περνάει ο καιρός, τόσο χειρότερα νιώθω. Αναμφίβολα, αυτό το γεγονός, εκτός από το ότι ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου, συνειδητοποιώ ότι εξελίσσεται σ’ ένα συνεχόμενο βάρος» εξομολογείται η Αιμιλία Υψηλάντη.

«Ταυτόχρονα, αυτή η δυσβάστακτη απώλεια των δικών μας ανθρώπων μπορεί να αποδειχθεί και μια ευλογία. Έχει σημασία η ηλικία που βρίσκεσαι. Προσωπικά, ο θάνατος της κόρης μου με συμφιλίωσε με τον δικό μου, όταν έρθει. Μου έμαθε πόσο εύθραυστη είναι η ζωή. Με εκπαίδευσε στο αιφνίδιο, στο απρόσμενο. Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι πλέον αυτός: πόσο εύκολα μπορεί να χαθεί χάνεται ένας αγαπημένος σου άνθρωπος» καταλήγει η Αιμιλία Υψηλάντη.

Δείτε ολόκληρη την συνέντευξη:

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκα στον Πύργο Ηλείας, αλλά ένα μεγάλο μέρος των παιδικών μου χρόνων το πέρασα και στην Αμαλιάδα, επειδή οι γονείς μου εργάζονταν εκεί ως εκπαιδευτικοί. Ουσιαστικά, βρισκόμουν σε μια διαρκή μετακίνηση ανάμεσα σε αυτές τις δύο πόλεις, ενώ επισκεπτόμασταν πολύ συχνά και το χωριό του πατέρα μου, έναν οικισμό δίπλα στην Ακράτα. Ήταν ωραία χρόνια, ευτυχισμένα και ανέμελα. Μπορεί να αντιμετώπιζες τις δυσκολίες και τις κακουχίες της εποχής, ωστόσο δεν μπορώ να μην πω ότι υπήρχε μια αθωότητα. Ανατρέχοντας σ’ εκείνη την περίοδο, θυμάμαι πόσο μας καθόρισε η σχέση που είχαμε αποκτήσει με το χώμα. Δεν υπήρχε άσφαλτος και όλη μέρα παίζαμε στους δρόμους, τις αυλές, τα περιβόλια και τα κτήματα. Ερχόμασταν σε επαφή με τη φύση, τα ζώα και την καλλιέργεια της γης. Μεγαλώσαμε σ’ ένα ασφαλές περιβάλλον, στο οποίο δεν εξαρτιόμασταν μόνο από τους γονείς μας· υπήρχε η προστασία από τις γιαγιάδες, τους παππούδες και τους θείους. Ήμασταν μέλη μιας ευρύτερης οικογένειας.

Ο πατέρας μου ήταν θεολόγος και η μητέρα μου δασκάλα. Μάλιστα, συνέχισε τις σπουδές της στα παιδαγωγικά στην Ελβετία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απουσιάζει αρκετό καιρό από το σπίτι. Ο πατέρας μου δεν ήταν κοινωνικός, αλλά σε αρκετά θέματα ήταν πολύ προοδευτικός άνθρωπος. Στήριζε τη μητέρα μου σε κάθε της βήμα και εκπλήρωνε την όποια επιθυμία της. Είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας, γι’ αυτό δεν μας θεωρούσαν μια οικογένεια-πρότυπο. Επίσης, η μητέρα μου έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, κι αυτό θεωρούνταν ως μη συνηθισμένο, ίσως και σκανδαλώδες για τις επικρατούσες αξίες της τοπικής κοινωνίας. Φανταστείτε ότι όταν φόρεσα για πρώτη φορά μπικίνι στην παραλία με πήρε ο πατέρας μου από το χέρι και πήγαμε βόλτα κατά μήκος όλης της παραλίας. Τους είμαι ευγνώμων για όσα μου δίδαξαν. Από τον εκείνον δεν θα ξεχάσω την έγνοια που είχε για να σπουδάσουμε και να μορφωθούμε εγώ και οι δυο αδελφές μου, ενώ απ’ τη μητέρα μου δεν θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη μου η μυρωδιά της αγκαλιάς της.

Η Αθήνα

Όταν μετακομίσαμε στην Αθήνα, μείναμε σ’ ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι. Η μητέρα μου υποστήριζε πάντοτε ότι έπρεπε να έρθουμε στην πρωτεύουσα γιατί ακόμα και ένας περίπατος έξω από ένα βιβλιοπωλείο, το οπτικό ερέθισμα, είναι κάτι θετικό. Όλη αυτή η μετακίνηση ήταν ένα τεράστιο άλμα εξέλιξης για μας. Γνωρίσαμε ανέσεις που στην επαρχία δεν υπήρχε περίπτωση να βιώσεις. Το τσιμεντένιο πάτωμα, το τζάκι ως μέσο θέρμανσης, η τουαλέτα που ήταν εκτός σπιτιού και το μπάνιο στη σκάφη, όλα αυτά άλλαξαν απ’ τη στιγμή που μπήκαμε σε διαμέρισμα.

Σπούδασα στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, ενώ παράλληλα παρακολουθούσα μαθήματα στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Από μικρή ήθελα να γίνω ηθοποιός. Στην απόφασή μου αυτή οι γονείς μου δεν με εμπόδισαν, αλλά δεν με ενθάρρυναν κιόλας. Πάντα ήμουν ανήσυχη ως χαρακτήρας. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου διάβαζε την εφημερίδα του στο καφενείο, εμείς είχαμε μόνο βιβλία στο σπίτι, αλλά όσα θέλαμε. Επειδή λαχταρούσα να διαβάζω εφημερίδες, ξέρετε τι έκανα; Όταν ο πατέρας μου έφερνε τα ψάρια ή τα ψώνια από το μπακάλικο που ήταν τυλιγμένα σε εφημερίδες, εγώ τις έπαιρνα και τις διάβαζα.

Ποτέ δεν άφηνα το κοινωνικό περιβάλλον να με επηρεάζει. Για μένα η υποκριτική είναι απλώς ένας τρόπος για να αντιμετωπίσουμε κάποια δικά μας, εσωτερικά θέματα. Από μικρή ηλικία μεταμφιεζόμαστε, παίζουμε ρόλους για να επιβιώσουμε, μιμούμαστε, αφηγούμαστε ιστορίες. Επομένως, η υποκριτική είναι ένα ωραίο παίγνιο. Η γοητεία που ασκεί το θέατρο είναι ότι σου δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνήσεις μέσω της συνύπαρξης με άλλους ανθρώπους. Το ανήκειν είναι το πρώτιστο σ’ ένα επάγγελμα που γνωρίζεις καλά ότι δεν έχει μονιμότητα. Ένα επάγγελμα που η μόνη σταθερή του είναι η ανεργία. Στο σανίδι αφήνεις το κέλυφός σου εκτός. Γι’ αυτό και είναι μορφή ψυχοθεραπείας. Υποδύεσαι κάτι διαφορετικό σε συνεργασία με κάποιους άλλους. Επαναπροσδιορίζεις. Ανακαλύπτεις πτυχές του εαυτού σου που δεν ήξερες.

H καριέρα

Μου κάνει εντύπωση που με ρωτούν συχνά πώς ήταν η σχέση μου με άλλους ηθοποιούς την περίοδο που άκμαζε ο ελληνικός κινηματογράφος. Πραγματικά, μπορεί να είσαι με έναν συνάδελφο σου για έξι μήνες μαζί και να μη γνωρίζεις ότι έχει παιδιά. Γιατί πρέπει να μας ενδιαφέρει αυτό; Αφού μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο καλούμαστε απλώς να συμμετέχουμε σε μια κοινή δουλειά, τίποτα περισσότερο. Γιατί να ξέρω τι κάνει ένας συνάδελφός μου στην προσωπική του ζωή; Γιατί να κάνω παρέα μαζί του; Θέλω να πω, δεν σημαίνει κάτι επειδή είσαι με τον άλλο έξι μήνες μαζί. Δεν χτίζονται έτσι οι φιλίες. Μάλιστα, σπανίζουν οι σχέσεις εκτίμησης και στενών κοινωνικών σχέσεων μέσα στον επαγγελματικό χώρο. Είμαι ένας άνθρωπος που έχει ελάχιστους φίλους. Η φιλία απαιτεί χρόνο, αφοσίωση και κόπο. Από την άλλη, το να συγχρωτίζεσαι και να συγχρονίζεσαι σε μια επαγγελματική σχέση με διαφορετικούς ανθρώπους αποτελεί συνταγή επιτυχίας και δεν συμβαίνει συχνά. Για παράδειγμα, φέτος που παίζω στη σειρά «Famagusta» μπορώ να πω ότι οι συνθήκες είναι ιδανικές, το κλίμα υπέροχο και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα εξαιρετικό.   

Διακρίνω στη νέα γενιά ηθοποιών μια αλλαγή στάσης όταν παίρνουν έναν ρόλο στην τηλεόραση. Αλλάζει ο τρόπος που περπατάνε. Είναι ένα στυλ που το παρατηρώ σήμερα και χαμογελώ. Πιθανόν κι εγώ κάποια στιγμή να είχα αυτήν τη συμπεριφορά. Όλο αυτό, πάντως, ας γνωρίζουν ότι έχει ημερομηνία λήξης, τη μέρα που θα μείνουν άνεργοι. Κι αυτό είναι που σε διαμορφώνει, οι απορρίψεις και οι ήττες. Διότι σε προσγειώνουν. Εγώ ευτύχησα να κάνω τρεις ταινίες τον χρόνο και ήταν αρκετές για να ζήσω. Συνήθως έπαιρνα ρόλους που υποδυόμουν το «κορίτσι του κωμικού», έχοντας παρτενέρ τον Βουτσά, τον Κωνσταντάρα. Για μένα, οι ηθοποιοί είναι τεχνίτες και κατ’ επέκταση πωλητές προϊόντων. Δεν έχω περάσει άσχημα. Το ντεμπούτο μου στο θέατρο έγινε το 1968, στο έργο Ο Λεωνίδας δεν τρώει λουλούδια, ενώ στον κινηματογράφο πρωτόπαιξα στο πλευρό του Θανάση Βέγγου στην ταινία Ποιος Θανάσης;.

Έζησα όμορφες στιγμές, αλλά είχα και δύσκολες συνεργασίες. Στον κινηματογράφο σίγουρα ξεχωρίζω την πολύ καλή συνεργασία μου με τον Θανάση Βέγγο. Όταν δεν περνάς καλά, αυτό οφείλεται στους ανθρώπους. Πολλές φορές αυτός που κατέχει την εξουσία την ασκεί με καταπιεστικό τρόπο. Ήταν θετικό ότι λόγω των αποκαλύψεων του MeΤoo άνοιξαν στόματα. Λίγα, αλλά ικανά ώστε να γίνει ορατό ένα θέμα που υπήρχε και παλιότερα, αλλά δεν μιλούσαμε γι’ αυτό. Και δεν το συζητούσαμε γιατί αναγκάζεσαι να υποχωρείς και να ανέχεσαι τη λεκτική βία, έχοντας στο μυαλό σου την επιβίωση.

Η κακοποιητική συμπεριφορά

Όταν είσαι μέρος μιας ομάδας είναι πολύ πιθανό να δημιουργηθούν εντάσεις. Το ζητούμενο είναι να φερόμαστε διαφορετικά και όταν ξεπεραστούν τα όρια να απολογηθείς μπροστά σε όλους. Ουσιαστικά, το ζήτημα είναι πώς την ασκείς αυτήν την εξουσία. Υπήρξε στην καριέρα μου μια κακοποιητική συμπεριφορά που δέχθηκα, αλλά γι’ αυτήν είμαι ευγνώμων. Κάποια στιγμή έπαιζα στην παράσταση Βούδας του Νίκου Καζαντζάκη, η οποία θα ανέβαινε στο Ηρώδειο μόνο για δύο μέρες. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η Μαίρη Αρώνη και εγώ ερμήνευα τον ρόλο της Γαλάζιας Πεταλούδας. Κατά τη διάρκεια της πρόβας, λέει ο σκηνοθέτης, Αλέξης Σολομός: «Μαίρη, σε πειράζει να παίξει η Αιμιλία τον πρωταγωνιστικό σου ρόλο στη μία εκ των δύο παραστάσεων;». Μη έχοντας επιλογή, εκείνη το αποδέχθηκε. Και γυρίζοντας σ’ εμένα ο Σολομός, μου λέει: «Έχεις μόνον μία γενική πρόβα». Ανέβηκε και κάθισε στην υψηλότερη θέση του διαζώματος. Καθώς έτρεχα, όπως έγραφε ο ρόλος, για να πω τον μονόλογο, ξαφνικά, τον ακούω να φωνάζει: «Ποια είναι αυτή η κατσαρίδα που τρέχει εκεί κάτω;». Αυτή η φράση ειπώθηκε μπροστά σε όλους τους ανθρώπους του Εθνικού Θεάτρου. Υπάρχει χειρότερη λεκτική βία απ’ αυτή; Την επόμενη μέρα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Είχα δίκιο τελικά που επέμενα να παίξεις, ήσουν καταπληκτική». Με αυτό το παράδειγμα θέλω να δείξω ότι μια κακοποιητική συμπεριφορά του Γιώργου Κιμούλη δεν μπορεί να σου γεννήσει τίποτα καλό. Αντιθέτως, ο τρόπος διαχείρισης του Αλέξη Σολομού σε πεισμώνει και σε κάνει καλύτερη. Ο σκηνοθέτης έχει τον ρόλο του μάνατζερ ανθρώπινων ψυχών. Δημιουργεί σχέσεις εμπιστοσύνης. Η διαφορά, λοιπόν, ανάμεσα στους δύο έγκειται στο ότι ο ένας ήθελε να σε εξελίξει για να βγάλεις τον καλύτερο σου εαυτό, ενώ ο άλλος απλώς να σε ακυρώσει. Ένας ηθοποιός ξέρει πολύ καλά σε ποια περίπτωση δέχεται βία αλλά και πότε κάτι γίνεται με αγάπη και φροντίδα.

Ένα θέμα που με είχε ενοχλήσει πολύ όσον αφορά τον κλάδο μας ήταν η φασαρία που είχε δημιουργηθεί για την εξασφάλιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων καλλιτεχνικών σχολών. Πραγματικά, απορώ, όλα αυτά τα παιδιά δεν ήξεραν σε ποιες σχολές πήγαιναν; Δεν είναι ενήλικες πολίτες που ψηφίζουν για την κυβέρνηση; Αντιθέτως, όλα δήλωναν αθώες περιστερές και διατυμπάνιζαν ότι για όλα φταίει το κράτος. Μα κάπου έλεος. Οι καθηγητές τους γιατί δεν τους ενημέρωσαν ότι αυτό το πτυχίο δεν μετράει καθόλου, ότι είναι ένα τίποτα; Θεωρούμαστε σοβαρός λαός όταν όλοι υποστηρίζουμε ότι το πτυχίο αυτό πρέπει να έχει αξία;

Η σύλληψη

Λίγοι γνωρίζουν ότι ήμουν στο Πολυτεχνείο, ότι με συνέλαβαν, ότι με πήγαν στην Ασφάλεια και ότι οδηγήθηκα στα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ. Αλλά είναι μια περίοδος για την οποία δεν θέλω να μιλώ δημόσια, γιατί ξέρω ότι άλλοι άνθρωποι υπέφεραν περισσότερο. Αντιθέτως, μία απ’ τις πιο δημιουργικές περιόδους της ζωής μου ήταν η ενασχόληση με την πολιτική. Αυτό προέκυψε ως αποτέλεσμα συγκυριών και ανθρώπων που ήταν δίπλα μου. Μια περίοδο δεν εργαζόμουν. Έχουν υπάρξει πολλές στιγμές στη ζωή μου που καθόμουν στο σπίτι και περίμενα να χτυπήσει το τηλέφωνο για δουλειά. Όταν μπήκα στον κινηματογράφο, δέχτηκα «πόλεμο», γιατί τους πείραζε που ξεχώριζα στις ταινίες. Την ίδια στιγμή, είχα φτιάξει μια εικόνα πρωταγωνίστριας στο κινηματογράφο που δεν μου άφηνε περιθώρια να έχω τα αντίστοιχα προσόντα για να μου δίνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέατρο. Φυσικά, οι θέσεις ήταν ήδη πιασμένες από άλλες συναδέλφους εκείνη την εποχή.

Για κάποια χρόνια είχα μια ερωτική σχέση με τον δημοσιογράφο και πρώην υπουργό Γιώργο Λιάνη. Πήρα πολλά πράγματα απ’ αυτόν τον άνθρωπο. Με εισήγαγε σ’ έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό. Θυμάμαι που κάθε εβδομάδα πηγαίναμε στο σπίτι του Γιάννη Ρίτσου. Κι ήταν αυτός που με μύησε στον κόσμο της δημοσιογραφίας. Έτσι, ξεκίνησα να εργάζομαι στη «Νέα Ελλάδα» και έφυγα έπειτα από έναν χρόνο, όταν έγινε «Ριζοσπάστης». Αλησμόνητη περίοδος, που έγραφα στην εφημερίδα, αλλά ταυτόχρονα ήμουν και εξώφυλλο στο «Φαντάζιο».

Σ’ εκείνα τα γραφεία γνώρισα και τον αείμνηστο Γρηγόρη Φαράκο, ο οποίος ήταν διευθυντής της εφημερίδας αλλά και ο ιθύνων νους της μετάβασής μου στην ενασχόληση με τα κοινά. Αρχικά ως δημοτική σύμβουλος στον δήμο Αθηναίων και στη συνέχεια, το 1981, ως βουλευτής με το ΚΚΕ. Αν και υπήρξα για έντεκα χρόνια συνδικαλίστρια και πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, δεν ήμουν πολιτικοποιημένο άτομο. Νομίζω ότι ήταν αποτέλεσμα θυμού. Άλλωστε, το να είσαι ΚΚΕ δεν ήταν μόνο μια ταμπέλα αλλά και μια πολιτική δράση. Ακόμη και σήμερα ιδεολογικά ανήκω στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Μάλιστα, παρακολουθώ τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ και με θλίβει όλο αυτό που συμβαίνει, επειδή υπάρχουν εκεί άνθρωποι που εκτιμώ, όπως η Μαρία Κανελλοπούλου. Νομίζω ότι ο Κασσελάκης ζει το όνειρό του, δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική και αποτελεί ένα αστείο φαινόμενο. Δικό τους πρόβλημα, βέβαια, ας το λύσουν μόνοι τους.

Στις μέρες μας με ενοχλούν η άγνοια και η κακή χρήση της γλώσσας. Με θυμώνει η υπερβολή που οδηγεί σε παρεξηγήσεις. Σήμερα δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις πολλές λέξεις διότι είτε δεν σε εκφράζουν είτε κινδυνεύεις να παρερμηνευτείς. Κακοποιούμε τη γλώσσα διαρκώς και σε αυτό προφανώς έχουν συμβάλει και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το έγκλημα της εποχής μας είναι αυτό: η καταστροφή της γλώσσας, η οποία συνεχίζεται αδυσώπητη. Επίσης, δεν αντέχω τη μιζέρια. Στην Ελλάδα, έναν τόσο όμορφο τόπο, πώς είναι δυνατό να έχουμε μπολιασμένη τόση κακομοιριά; Αναρωτιέμαι, γιατί είναι τόσο δύσκολο να αποθηκεύουμε μόνο ωραίες εικόνες και όχι τοξικές; Γιατί μαυρίζουμε τις ψυχές μας με αρνητικά συναισθήματα;

Η ομορφιά είναι διαβατήριο αλλά και εμπόδιο. Δημιουργεί προβλήματα, όπως η ζήλια και ο φθόνος. Στη δική μου διαδρομή δεν με άφησε ποτέ κανένας άνδρας, εγώ ήμουν εκείνη που τους άφηνα. Έκανα έναν γάμο το 1964 με τον Άγγελο Υψηλάντη, ο οποίος ήταν ναυτικός, και απέκτησα την κόρη μου. Σήμερα ζω με τον Στέλιο Αργυρό και είμαστε μαζί πάρα πολλά χρόνια. Αν και πρώην προέδρος του ΣΕΒ και έπειτα ευρωβουλευτής της ΝΔ, δεν έχουμε ποτέ διαφωνήσει για ιδεολογικούς λόγους.  

Οι απώλειες

Το βράδυ, όταν κοιμάμαι, με βαραίνουν οι απώλειες. Μέχρι να χάσω την κόρη μου δεν την είχα βιώσει αυτή την αίσθηση. Η Μαρίνα έφυγε ξαφνικά πριν από λίγο καιρό. Ήταν μόλις 55 ετών. Το να χάνει μια μητέρα το παιδί της δεν θεωρείται φυσιολογικό γεγονός. Σήμερα, η εγγονή μου, η Άρτεμις, δεν έχει ούτε πάτερα, ούτε μητέρα, ούτε αδέλφια. Αλλά δεν μπορώ να μπω στη θέση της, δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι να είσαι ένα ολομόναχο παιδί. Δεν ξέρω αν ο χρόνος θα αποδειχθεί γιατρικό, πάντως, όσο περνάει ο καιρός, τόσο χειρότερα νιώθω. Αναμφίβολα, αυτό το γεγονός, εκτός από το ότι ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου, συνειδητοποιώ ότι εξελίσσεται σ’ ένα συνεχόμενο βάρος.

Ταυτόχρονα, αυτή η δυσβάστακτη απώλεια των δικών μας ανθρώπων μπορεί να αποδειχθεί και μια ευλογία. Έχει σημασία η ηλικία που βρίσκεσαι. Προσωπικά, ο θάνατος της κόρης μου με συμφιλίωσε με τον δικό μου, όταν έρθει. Μου έμαθε πόσο εύθραυστη είναι η ζωή. Με εκπαίδευσε στο αιφνίδιο, στο απρόσμενο. Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι πλέον αυτός: πόσο εύκολα μπορεί να χαθεί χάνεται ένας αγαπημένος σου άνθρωπος.  

Ευτυχία είναι μια ωραία κουβέντα που θα κάνεις με έναν άνθρωπο, μια υπέροχη βόλτα στην οδό Πατησίων, να σε χτυπάει ο ήλιος στο πρόσωπο και να κοιτάς την Ακρόπολη. Και νομίζω ότι ένα μεγάλο πρόβλημα στη χώρα μας είναι ότι δεν μας έμαθαν να ζούμε. Στο σχολείο δεν μας εκπαίδευσαν να γνωρίζουμε το σώμα μας. Κοιτάμε μόνο τα εφόδια που θα μας χρησιμεύσουν στην αγορά εργασίας αλλά και όχι στην προσωπική μας ανάπτυξη και καλλιέργεια. Η ζωή με έχει διδάξει ότι κάθε άνθρωπος χρειάζεται να δημιουργεί το δικό του καταφύγιο. Εγώ το βρήκα στο βιβλίο. Διαβάζοντας, νιώθω ότι είμαι επαρκής.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO. 

2292_EMILIA_IPSILANTI_21122021

Δειτε Επισης

Η Κλέλια Ανδριολάτου είναι ερωτευμένη-Αυτός είναι ο γιατρός που της έχει κλέψει την καρδιά
Φίλιππος Σοφιανός: Έκανα τέσσερις γάμους γιατί ήθελα την οικογένεια
James Middleton: Αναδημιούργησε την εμβληματική σκηνή από το ‘Love Actually’ για να μεταφέρει ένα σημαντικό μήνυμα
Η Victoria Beckham δεν μαγειρεύει ποτέ τα Χριστούγεννα αλλά έχει αναλάβει έναν άλλο σημαντικό ρόλο
Αντύπας για Τερζή και Σφακιανάκη: Λείπουν πάρα πολύ από τη μουσική, αν επέστρεφαν θα γινόταν πανικός
Θοδωρής Ζουμπουλίδης: «Πολλοί χρησιμοποίησαν το metoo για να κάνουν καριέρες»
Δέσποινα Καμπούρη για Αντρέα Γεωργίου: «Τουλάχιστον αδιάκριτο να τον ρωτήσουν για τη σεξουαλικότητά του
Χριστίνα Μπόμπα: Τα χείλη μου έγιναν viral
Μιμή Ντενίση: Πάντα ήθελα παιδί αλλά δεν έγινε με τους ανθρώπους που ήθελα να γίνει
Ελεωνόρα Ζουγανέλη: Δεν πιστεύω στην κατηγορία «έντεχνος»