Ρένος και Βέρα Λυσιώτη: Partners in Life
09:39 - 13 Ιουνίου 2016
Ο κανόνας επιβεβαιώνεται για ακόμη μια φορά. Η σχέση μπαμπά και κόρης είναι μια σχέση λατρείας. Ο Ρένος και η Βέρα Λυσιώτη κάθονται απέναντί μας. Εμείς ρωτάμε κι εκείνοι απαντούν με άνεση και καλή διάθεση. Κοιτάζουν ο ένας τον άλλο με στοργή. Θυμούνται σκανδαλιές και όμορφες στιγμές που τους κάνουν να γελάνε και να αναπολούν τα παλιά. Η Βέρα «επέστρεψε» στο πατρικό της για να φωτογραφηθεί μαζί με τον πατέρα της και το αποτέλεσμα είναι άκρως τρυφερό. Στην πορεία της συζήτησης έμαθαν πολλά που δεν ήξεραν ο ένας για τον άλλο κι εμείς, με τη σειρά μας, μάθαμε πως… πέρα από το ζώδιο έχουν οι δυο τους κι άλλα πολλά κοινά.
Της Δήμητρας Γεωργίου
Φωτογραφίες Jo Michaelides
Styling Σοφία Χαραλάμπους
Μαλλιά Αντρέας Χριστοδούλου
Μακιγιάζ Σοφία Γεωργίου (Florentia Make up Artist Workshop)
Φωτογραφίες Jo Michaelides
Styling Σοφία Χαραλάμπους
Μαλλιά Αντρέας Χριστοδούλου
Μακιγιάζ Σοφία Γεωργίου (Florentia Make up Artist Workshop)
Πώς θα περιγράφατε τη σχέση σας; Ισχύει αυτό που λένε ότι οι κόρες έχουν αδυναμία στον πατέρα τους;
Β.: Είμαι τρανό παράδειγμα αυτού που λέμε «κορίτσι του μπαμπά». Ισχύει αυτό από τότε που ήμουν μικρή, μέχρι τώρα που μεγάλωσα και δεν ντρέπομαι να το πω, αντίθετα νιώθω και περήφανη. Η σχέση μου με τον πατέρα μου είναι μια σχέση λατρείας, ένας αιώνιος έρωτας. Όταν ήμουν μικρή τον αποκαλούσα «ήρωά μου» κι αυτός μου έλεγε «μη με λες έτσι, έχω κι εγώ πολλά ελαττώματα». Μεγαλώνοντας τα εντόπισα, όμως παραμένει ο ήρωάς μου.
Σε ποια σημεία θεωρείτε ότι μοιάζετε μεταξύ σας και σε τι διαφέρετε ως χαρακτήρες;
Β.: Μοιάζουμε πάρα πολύ σε πολλά πράγματα.
Ρ.: Καταρχάς είμαστε και οι δύο Σκορπιοί στο ζώδιο, που πάει να πει πως έχουμε τα ίδια προτερήματα και τα ίδια ελαττώματα. Είμαστε και οι δύο επαναστάτες, κάτι που εγώ απέδειξα ως μέλος της ΕΟΚΑ. Είμαι ενάντια του υποκριτικού καθωσπρεπισμού που επικρατεί στην κοινωνία. Λέω την άποψή μου και δεν με ενδιαφέρει πώς θα το πάρει ο άλλος. Για μένα όλοι οι άνθρωποι, Άγγλοι, Τούρκοι, αριστεροί, δεξιοί είναι το ίδιο. Αρκεί να μου αρέσουν και τους κρίνω από την πρώτη στιγμή. Έτσι είναι ο Σκορπιός. Κάνω πολύ εύκολα σχέσεις, αλλά και εύκολα απομακρύνομαι από κάτι που δεν μου αρέσει. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τη Βέρα.
Β.: Νομίζω πως και οι δύο εξωτερικεύουμε τα αισθήματά μας, Είμαστε εξωστρεφείς και λέμε τη γνώμη μας. Διαφέρουμε στο ότι ο μπαμπάς μου είναι πολύ συγυρισμένος και τακτικός και πάντοτε ακριβής στην ώρα του, ενώ εγώ όχι.
Ρ.: Να κάτι που προσπαθώ να τη μάθω εδώ και χρόνια. Να μην αργεί παραπάνω από πέντε λεπτά.
Β.: Είμαστε και οι δύο επαναστάτες και η μαμά μου, που έμπλεξε και με τους δυο, μας έλεγε: «Παναγία μου, το έργο της Βουγιουκλάκη, ‘Η κόρη μου η σοσιαλίστρια’, μου θυμίζετε».
Ρ: Τώρα που θυμάμαι, κι εμένα ο πατέρας μου διερωτόταν συνέχεια για τον επαναστατικό μου χαρακτήρα: «Πώς έγινες έτσι, γιε μου, δεν μπορώ να καταλάβω». Ήξερε πως ήμουν στον αγώνα, πως δεν άντεχα τον καθωσπρεπισμό και τα «πρέπει». Τι σημαίνει πρέπει; Κάτι που δεν αντέχω ούτε σήμερα, όπως σου είπα και πιο πριν.
Αν ήσασταν σήμερα νέος πώς θα αντιδρούσατε στα τεκταινόμενα;
Ρ.: Για να κάνεις κάτι, χρειάζεται ο αρχηγός. Σήμερα, δυστυχώς, δεν υπάρχουν αρχηγοί, αλλά πολιτικοί. Πώς να εμπνευστεί ο νέος για να κάνει κάτι; Χρειάζεται ο ηγέτης που θα του ανάψει τη φλόγα.
Β.: Σήμερα κερδίζει, πιστεύω, η διπλωματία παρά η αγωνιστικότητα.
Βέρα, ποιο είναι το πιο σημαντικό μάθημα, που πήρες από τον πατέρα σου;
Β.: Πάνω απ’ όλα έμαθα να αγαπώ, να είμαι σεμνή και απλή. Είναι τα τρία χαρακτηριστικά που τον χαρακτηρίζουν και μου μετέδωσε. Ακόμα, την αγάπη του προς την πατρίδα, την οικογένεια και τους συνανθρώπους μας.
Κύριε Λυσιώτη, έχει ανταποκριθεί η Βέρα στις προσδοκίες σας;
Ρ.: Ναι! Περισσότερο από πατέρας προσπάθησα να είμαι φίλος της. Ήθελα να μου έχει εμπιστοσύνη, να μπορούμε να μιλούμε για τα πάντα και για όσα άλλοι πατέρες δεν θα συζητούσαν. Ήθελα πάντα να μοιράζεται μαζί μου τα καλά και τα κακά, να της λέω τη γνώμη μου και από εκεί και πέρα να παίρνει τις δικές της αποφάσεις. Το μότο του πατέρα μου ήταν «το παν στην ζωή είναι η αγάπη». Η δική μου ρήση θα ήταν «δεν ζήτησα, δεν πήρα, μόνο έδωσα». Αυτό προσπαθώ να μεταδώσω και στη Βέρα. Στη ζωή πρέπει να προσφέρεις, χωρίς να ζητάς ανταλλάγματα.
Έχετε να μοιραστείτε μαζί μας μια σκανδαλιά ή κάποια ανάμνηση από τα παιδικά χρόνια της Βέρας που δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
Ρ.: Έφαγε μια μέρα τρομερό ξύλο και δεν θα πιστέψεις γιατί. Ήταν η εποχή που είχε τις τελικές της εξετάσεις στο Leister για τη νομική. Εγώ ήμουν στο Λας Βέγκας και διασκέδαζα. Μια μέρα με πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας: «Δεν έγραψα καλά μπαμπά, δεν θα περάσω τις εξετάσεις». Αμέσως άφησα ό,τι έκανα και πήρα το αεροπλάνο για να βρεθώ στην Αγγλία. Πήγα στην καθηγήτριά της, η οποία μου εξομολογήθηκε πως αν και δεν είδε τα γραπτά, της έκανε εντύπωση που ένιωθε έτσι, μιας και ήταν πολύ καλή μαθήτρια. Της είπα να επιστρέψουμε στην Κύπρο και να ζητήσει από μια φίλη της να την ενημερώσει για τα αποτελέσματα. Αν δεν πέρασες, της είπα, δεν πειράζει. Αν πέρασες, όμως, θα φας το ξύλο της ζωής του. Τη μέρα που βγήκαν τα αποτελέσματα, περιμέναμε με αγωνία να κτυπήσει το τηλέφωνο. Πήρε λοιπόν και ρώτησε στο πανεπιστήμιο και ξεκίνησε να γελά από τη χαρά της, επειδή όχι μόνο πέρασε, αλλά πήρε και honors! Ε, έφαγε τα… χαστούκια της ζωής της.
Β.: Ήταν, όμως, χαστούκια αγάπης. Η αλήθεια είναι πως ήμουν αντιδραστική ως έφηβη, όμως ακόμη και τότε ο πατέρας μου βρήκε τον τρόπο να επικοινωνούμε. Τον νιώθω όπως κανένας άλλος στον κόσμο και με νιώθει όσο κανείς. Ως έφηβη δεν μιλούσα σε κανέναν, παρά μόνο με τον πατέρα μου μέσω αλληλογραφίας. Του άφηνα γράμματα με τα συναισθήματά μου στο υπνοδωμάτιό του. Κάποια στιγμή μου έγραψε: «Αφού επικοινωνούμε τόσο πολύ, γιατί μου γράφεις και δεν μου μιλάς;».
Άλλη σκανδαλιά που θυμάστε;
Β.: Νομίζω πως δεν έκανα ιδιαίτερες σκανδαλιές, αλλά αυτό που πρέπει να πει ο μπαμπάς μου είναι πως όταν ήμουν μικρή έκανε εκείνος ζωηράδες κι εγώ του έλεγα «μπράβο παπάκη». Όταν μεγάλωσα, του έλεγα «κάτσε κάτω μπαμπά».
Πόσο εύκολο είναι να εργάζονται μαζί, μπαμπάς και κόρη;
Ρ.: Είτε εργάζεσαι με τη σύζυγό σου είτε με την κόρη σου πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις τους ρόλους. Αυτό κάναμε εμείς. Η Βέρα κάνει τις παραγγελίες και εγώ το administration. Τσακωνόμαστε κάποτε, αλλά για μικρά και ασήμαντα, έτσι πάντα τα βρίσκουμε. Αν όμως ήμασταν μαζί, στο ίδιο γραφείο, οι Σκορπιοί θα «σκοτώνονταν».
Β.: Ο πρώτος λόγος, για τον οποίο θα «σκοτωνόμουν» μαζί του, θα ήταν η υπερβολική του καλοσύνη.
Τι θαυμάζετε ο ένας στον άλλο;
Ρ.: Την αγάπη της. Όταν αγαπάς δεν χρειάζεται τίποτε άλλο.
Β.: Τα πάντα πάνω του, ολόκληρη την ύπαρξή του. Θαυμάζω το ότι είναι bon viver. Αν και δεν είναι μεγάλος, αλλά κάποιας ηλικίας που θα τον αποκαλούσαν οι άλλοι μεγάλο, διασκεδάζει τη ζωή του όπως θέλει, όπως ξέρει ο ίδιος και όπως του αρέσει. Ακόμη και πάνω στην καρέκλα να είναι, περνά όμορφα. Επίσης, θαυμάζω το ότι κράτησε τα προβλήματα της δουλειάς και της ζωής του μακριά από το σπίτι. Ποτέ δεν φέρνει σε μας το άγχος του και είναι πάντα ψύχραιμος στις δύσκολες στιγμές. Θαυμάζω που ξεπέρασε τα όρια του πατέρα και είναι φίλος μου και μπορεί να ακούσει τα πάντα από μένα, χωρίς να θυμώνει ή να αντιδρά.
Βέρα, αυτή την καλή σχέση προσπάθησες να φτιάξεις κι εσύ με τον γιο σου;
Β.: Προσπαθώ να είμαι φίλη με τον γιό μου. Θέλω να κτίσω μαζί του μια σχέση, που να τον βοηθά να μου εμπιστεύεται τα πάντα. Είμαι τυχερή επειδή μου μοιάζει στον χαρακτήρα κι έτσι μπορώ να τον νιώσω καλύτερα.
Β.: Προσπαθώ να είμαι φίλη με τον γιό μου. Θέλω να κτίσω μαζί του μια σχέση, που να τον βοηθά να μου εμπιστεύεται τα πάντα. Είμαι τυχερή επειδή μου μοιάζει στον χαρακτήρα κι έτσι μπορώ να τον νιώσω καλύτερα.
Έγινε καλή μαμά η Βέρα;
Ρ.: Όχι απλώς καλή, εξαιρετική. Έχει πολλή αγάπη να δώσει στον γιο της.
Πόσο εύκολο είναι για μια γυναίκα να συνδυάζει επιχειρήσεις και μητρότητα;
Β.: Δεν πιστεύω ότι είναι εύκολο. Αφήνει, σίγουρα, κάτι για λίγο πίσω και γι’ αυτό έχει πάντα ενοχές. Θαυμάζω τις γυναίκες - επιχειρηματίες, που μπορούν να τα συνδυάζουν, μιας κι εγώ είχα την ευκαιρία τα πρώτα τρία χρόνια να αποσυρθώ από τη δουλειά. Η επιχείρησή μας, βλέπετε, είναι οικογενειακή, είναι εκεί τόσο ο μπαμπάς όσο και η μαμά κι έτσι νιώθουμε πάντα ασφάλεια όταν χρειαστεί να λείψουμε. Τα επαγγελματικά ταξίδια, θα πρέπει να πω, μου αφαιρούν ακόμη περισσότερες ώρες από το σπίτι, όμως μου αρέσει η δουλειά μου, την αγαπώ και συνεχίζω να την κάνω.
Τι σου έχει μάθει η μητρότητα; Άλλαξε τις προτεραιότητες και τα θέλω σου;
Β.: Η μητρότητα με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Απελευθερώθηκα από πάρα πολλά μικρά πράγματα, τα οποία με κρατούσαν πίσω από το να νιώσω ελεύθερη, ώστε να μπορέσω να μεγαλώσω σωστά τον γιο μου. Προτεραιότητα μου, πλέον, είναι το παιδί μου.
Β.: Τι σου έχει μάθει το παιδί σου;
Τον γιο μου, παρά το νεαρό της ηλικίας του, τον χαρακτηρίζει η συμπόνια προς τον συνάνθρωπό του. Μπορεί να βάλει τον εαυτό του στα παπούτσια κάποιου άλλου. Προσπαθώ συνέχεια να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος για να τον κάνω ευτυχισμένο. Ήμασταν, θυμάμαι, μαζί στο αεροδρόμιο της Αθήνας, όταν μας προσέγγισε ένας νεαρός για ελεημοσύνη. Μέσα στη βιασύνη μου ούτε καν κοντοστάθηκα και πήρα τον μικρό από το χέρι για να φύγουμε. Μου είπε τότε ο γιος μου: «Μαμά ήταν τόσο ευγενικός και φαινόταν ότι πραγματικά χρειαζόταν βοήθεια, γιατί δεν μείναμε να τον βοηθήσουμε;». Με έκανε να νιώσω τόσο άσχημα που πήγα πίσω και τον έψαξα για να μπορέσω να του προσφέρω.
Ποιες ερωτήσεις και απορίες του σας άφησαν πρόσφατα άφωνους;
Ρ.: Το βιβλίο μου «Στρατάρχα μου παραδίνομαι και 10 άλλες ιστορίες», που μόλις παρουσίασα, είναι αφιερωμένο στον εγγονό μου. Έρχεται καθημερινά να φάμε μαζί το μεσημέρι και μια μέρα που είπε: «Παππού, δύο βιβλία που έγραψες δεν είναι αρκετά, να γράψεις κι άλλα». Δεν του έδωσα σημασία και μετά από λίγες μέρες μου είπε: «Παππού, γράφεις;». «Σαν τι θες να γράψω;», τον ρώτησα. Κι εκείνος μου απάντησε: «Αυτές τις ιστορίες που μου λες για τον αγώνα και το γαϊδούρι που παραδόθηκε». Στο βιβλίο συναντάμε διάφορες ιστορίες από τον Αγώνα της ΕΟΚΑ, αστείες και σοβαρές, όπως τις έζησα.
Β.: Ο μπαμπάς είναι μια κινητή εγκυκλοπαίδεια. Ό,τι απορία έχει ο μικρός, που εγώ δεν μπορώ να λύσω, του λέω «πάρε τον παππού τηλέφωνο».
Ρ.: Θέλω να μάθει καλά Ελληνικά. Σήμερα με τα social media, τα greeklish και το Google δεν μιλάμε ούτε γράφουμε σωστά Ελληνικά. Είμαι χαρούμενος που του λέει ο δάσκαλός του ότι θαυμάζει τις λέξεις που χρησιμοποιεί αλλά και τη φαντασία του στις εκθέσεις και του βάζει άριστα.
Πήρε από τη μαμά του, που ήταν καλή μαθήτρια;
Β.: Τώρα που το λες, είχα πάει σε μια δασκάλα να της εκμυστηρευτώ κάποιο πρόβλημα που αντιμετώπιζα με το παιδί. Μαζί ήταν και ο μπαμπάς του. Κι εκείνη, κάποια στιγμή, γύρισε και μας είπε: «Είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει. Ο μικρός είναι ηθοποιός. Από πού πήρε;» Κι εγώ της είπα ότι είναι γονίδιο του παππού αυτό!
Ρ.: Ασχολούμαι από μικρός με τον πολιτισμό, όσο σπούδαζα στην Αγγλία έκανα τον ταχυδακτυλουργό, υπήρξα αντιπρόεδρος στον ΘΟΚ, πέρασα κι από το Θέατρο Ένα. Κάτι πήρε, λοιπόν, ο κύριος Φάνος από αυτό.
Αν αποφασίσει να γίνει ηθοποιός;
Β.: Να γίνει ό,τι θέλει, φτάνει να είναι ευτυχισμένος.
Ρ.: Να είναι αξιοπρεπής κι ας γίνει ό,τι θέλει ο ίδιος.
Ποιες ήταν οι πρώτες σας σκέψεις, κύριε Λυσιώτη, όταν ήρθε στον κόσμο το εγγονάκι σας;
Ρ.: Η χαρά, όταν βλέπεις το παιδί του παιδιού σου, δεν περιγράφεται. Είναι ένα δώρο Θεού να παρακολουθείς το βρέφος να μεγαλώνει, να γίνεται ένα ανθρωπάκι που σου μιλά, που ακούει ιστορίες και σου διηγείται τις δικές του.
Ποια είναι η αγαπημένη σας κοινή ασχολία;
Ρ.: Να κουβεντιάζουμε, να του λέω ιστορίες. Τελευταίως μου ζητά να τον παίρνω σε διάφορα μουσεία. Μαζεύει και φίλους του και χαίρομαι, επειδή οι γονείς τους δεν τους είχαν πάει ποτέ κι έτσι πάμε όλοι μαζί. Του κάνω και τον ταχυδακτυλουργό.
Β.: Μικρή του ζητούσα κι εγώ να μου δείξει κάποια κόλπα και μου έλεγε πως ο μάγος δεν αποκαλύπτει τα μυστικά του.
Ρ.: Στον Φάνο έδειξα ένα - δυο.
Ποια ατάκα του Φάνου σας έκανε να γελάσετε;
Β.: Ο Φάνος λέει πάντα «ο παππούς μου είναι 80 χρονών, φαίνεται 60, συμπεριφέρεται σαν να είναι 20 και όταν βλέπει ωραία κοπέλα γυαλίζει το μάτι του» (γέλια).
Πώς προέκυψε το μεγάλο πάθος με τη μόδα και η δημιουργία της Tiffanny Boutique;
Β.: Εδώ έρχεται η μαμά, αν και ο μπαμπάς λέει πως αυτός ήταν η αιτία.
Ρ.: Θα πω εγώ την ιστορία. Ως δικηγόρος υπερασπίστηκα με τον Γλαύκο Κληρίδη, τον καιρό του Αγώνα της ΕΟΚΑ, πάρα πολλούς αγωνιστές. Όταν με συνέλαβαν πέρασα δύο χρόνια στα κρατητήρια κι όταν επέστρεψα στο γραφείο ήμουν δυστυχισμένος. Είχα μάθει να κρατώ ζωή και θάνατο στα χέρια μου και δεν άντεχα την ανιαρή κατάσταση που επικρατούσε. Πήγα στην ωραία Κερύνεια, όπου γνώρισα μια Αγγλίδα. Δεν ήμουν παντρεμένος τότε, να το ξεκαθαρίσω. Καθώς τη φιλούσα μου άρεσε το άρωμά της κι όταν τη ρώτησα μου είπε πως ήταν Nina Ricci. Της ζήτησα το κουτί του, πήρα αεροπλάνο και βρέθηκα στα γραφεία της Nina Ricci στο Παρίσι, όπου τους είπα πως ήθελα να γίνω αντιπρόσωπος του brand στην Κύπρο.
Οι τιμές ήταν απίστευτα ψηλές και τους ζήτησα να μου δείξουν κάτι πιο φθηνό. Καταλήξαμε στις μινιατούρες αρωμάτων και αγόρασα μια ντουζίνα. Τις πούλησα αμέσως. Έγινα στη συνέχεια αντιπρόσωπος του οίκου στην Κύπρο. Μετά ανακάλυψα τα ρούχα που έφτιαχναν κι αργότερα νοίκιασα κατάστημα στην Πλατεία Ελευθερίας. Έγινε, όμως, ένας τρομερός καβγάς με τη γυναίκα μου, επειδή τα ρούχα που διάλεγα, όπως έλεγε, δεν θα πουλιούνταν στην Κύπρο. Όποιο μανεκέν μου άρεσε με αυτό που φορούσε, το αγόραζα. Για να σταματήσουν, λοιπόν, οι καβγάδες, πήγαινε εκείνη για τις παραγγελίες. Έτσι δημιουργήθηκε η Tiffany boutique.
Β.: Προσωπικά ήμουν πάντα αντιδραστική και μου πήρε χρόνια να βρω το στιλ μου. Είχα το look της επαναστάτριας με τα σκισμένα τζιν και τα δερμάτινα. Η αγάπη για τη μόδα αναπτύχθηκε όταν σταμάτησε η επανάσταση που είχα μέσα μου.
Τι πρέπει οπωσδήποτε να προσθέσουμε στην γκαρνταρόμπα μας φέτος;
Ρ.: Ό,τι ταιριάζει σε κάθε γυναίκα. Όχι ό,τι είναι της μόδας. Να ξέρει η κάθε μια τι να διαλέγει για τον εαυτό της.
Β.: Αυτή, νομίζω, είναι και η επιτυχία μας. Φιλοξενούμε πάνω από δέκα σχεδιαστές και κολεξιόν, έτσι ώστε η κάθε γυναίκα να βρίσκει κάτι που ταιριάζει στον σωματότυπο, τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά της.
Β.: Πώς θα χαρακτήριζες το δικό σου στιλ;
Νομίζω πως κάθε λίγα χρόνια αλλάζουμε στιλ. Το δικό μου έχει αλλάξει πολύ. Σ’ αυτή τη φάση είμαι στο πιο άνετο και χαλαρό ντύσιμο.
Τι δεν θα φορούσες ποτέ;
Β.: Ποτέ δεν λέω ποτέ. Λόγω σωματότυπου, όμως, ίσως να μη φορούσα κάτι υπερβολικά μίνι. Ποτέ, όμως, δεν ξέρεις.
Είναι στιλάτες οι Κύπριες;
Ρ.: Έχουν μάθει να είναι. Η Κύπρια έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Είτε είναι καλή η οικονομική της κατάσταση είτε όχι ξέρει να διαλέξει και να ντυθεί σωστά.
Β.: Συμφωνώ απόλυτα.
Ονομάστε μας την all time classic τσάντα για κάθε γυναίκα.
Β.: Φυσικά η Chanel.
Ποιο είναι το αξεσουάρ που δεν πρέπει να λείπει από τη συλλογή κάθε γυναίκας;
Chanel, Chanel και Chanel. Οι πέρλες είναι το must αξεσουάρ της σεζόν και ήδη ο Karl Langerfeld μας έδειξε πως αν και κλασικό, μπορεί να γίνει πολύ μοντέρνο και φρέσκο.