Kώστας Καδής: Back to school
08:47 - 27 Οκτωβρίου 2015
Εδώ στη φιλαρμονική, ο ψηλός με το τρομπόνι. Έπαιζε όμως και το πιάνο του. Εκεί με κυπριακή στολή σε εκδήλωση, αλλού να παρουσιάζει εργασίες του, έχοντας τις επιδόσεις στο τσεπάκι. Ήξερε πώς να μελετήσει για να είναι σωστός. Κατά τα άλλα, από παρέες άλλο τίποτα. Μια φωτογραφία σε εκδρομή, άλλη από πάρτι και το αποκορύφωμα, με το μικρόφωνο στο χέρι, να ερμηνεύει Χατζή στις μπουάτ της Αθήνας. Μέσα σε όλα ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, από μαθητής στο Παγκύπριο Γυμνάσιομέχρι και το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Το μαρτυρούν τα άλμπουμ και το παραδέχεται…
Προτού σηκώσω το ακουστικό πατάω «αναζήτηση» στο Googleγια το βιογραφικό του. Θέλω να γνωρίζω πέντε πράγματα πριν του τηλεφωνήσω για μια αναδρομή, χάριν του Celebrity, «ο Υπουργός Παιδείας μαθητής, φοιτητής και λιγάκι από το σήμερα». Θέλουμε να δούμε φωτογραφίες, να ακούσουμε όμορφες και πικάντικες λεπτομέρειες. Διαβάζω μεταξύ των άλλων: Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1967.Σχηματίζω τον αριθμό του κινητού του, απαντάει ο ίδιος: «Υπουργέ, επιτρέψτε μου από εδώ κι εμπρός κάπως μεγαλύτερη οικειότητα, 1967 διάβασα στο βιογραφικό, συμμαθητές λοιπόν, εσείς στο Παγκύπριο, εγώ στον Κύκκο Β΄ και μετά στην Αθήνα. Αλήθεια, που μένατε, πού συχνάζατε, πώς και δεν συναντηθήκαμε ποτέ;».
Μερικές μέρες αργότερα συναντηθήκαμε στο υπουργείο μετά το μεσημέρι, όταν οι υποχρεώσεις του είχαν σχετικά καταλαγιάσει. Έδειχνε να το περιμένει με ευχαρίστηση. Φρόντισε, μάλιστα, να αφήσει ελεύθερο το υπόλοιπο του απογεύματος για τη φωτογράφιση στο Παγκύπριο. Απαιτούσε κι ο φακός το μερίδιό του από την αναδρομή και ο υπουργός, ευγενέστατος και εξαιρετικά υπομονετικός, του το χάρισε με το παραπάνω. Στο μεταξύ, είπαμε πολλά και είδαμε άλλα τόσα στα άλμπουμ εποχής που ο Κώστας Καδής είχε φέρει στο γραφείο του για χατίρι μας.
Προτού σηκώσω το ακουστικό πατάω «αναζήτηση» στο Googleγια το βιογραφικό του. Θέλω να γνωρίζω πέντε πράγματα πριν του τηλεφωνήσω για μια αναδρομή, χάριν του Celebrity, «ο Υπουργός Παιδείας μαθητής, φοιτητής και λιγάκι από το σήμερα». Θέλουμε να δούμε φωτογραφίες, να ακούσουμε όμορφες και πικάντικες λεπτομέρειες. Διαβάζω μεταξύ των άλλων: Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1967.Σχηματίζω τον αριθμό του κινητού του, απαντάει ο ίδιος: «Υπουργέ, επιτρέψτε μου από εδώ κι εμπρός κάπως μεγαλύτερη οικειότητα, 1967 διάβασα στο βιογραφικό, συμμαθητές λοιπόν, εσείς στο Παγκύπριο, εγώ στον Κύκκο Β΄ και μετά στην Αθήνα. Αλήθεια, που μένατε, πού συχνάζατε, πώς και δεν συναντηθήκαμε ποτέ;».
Μερικές μέρες αργότερα συναντηθήκαμε στο υπουργείο μετά το μεσημέρι, όταν οι υποχρεώσεις του είχαν σχετικά καταλαγιάσει. Έδειχνε να το περιμένει με ευχαρίστηση. Φρόντισε, μάλιστα, να αφήσει ελεύθερο το υπόλοιπο του απογεύματος για τη φωτογράφιση στο Παγκύπριο. Απαιτούσε κι ο φακός το μερίδιό του από την αναδρομή και ο υπουργός, ευγενέστατος και εξαιρετικά υπομονετικός, του το χάρισε με το παραπάνω. Στο μεταξύ, είπαμε πολλά και είδαμε άλλα τόσα στα άλμπουμ εποχής που ο Κώστας Καδής είχε φέρει στο γραφείο του για χατίρι μας.
Φωτογραφίες έγχρωμες μεν, ξεθωριασμένες δε, οι πιο πολλές τραβηγμένες στα πεταχτά. Η φοιτητοπαρέα, η πόζα μετά την παρέλαση, η σχολική εκδρομή στην Αθήνα.
«Μέσα σε όλα και άριστος;» ήταν η πρώτη και φυσιολογική απορία, καθώς είχαμε ενημερωθεί από το βιογραφικό του πως πήρε με άριστα το διδακτορικό. Οριακά άριστος στο 18 και μισό στο απολυτήριο του Παγκυπρίου Γυμνασίου, λίαν καλώς στο πτυχίο από το Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και, ναι, άριστα στο διδακτορικό από την ίδια σχολή, ήταν η απάντησή του, ενώ για το πρώτο σκέλος του «μέσα σε όλα» την περιέργειά μας ικανοποιούσαν μια - μια οι ιστορίες που αναφύονταν καθώς ανατρέχαμε, αρχής γενομένης, από την οικογένεια.
Καθηγητές και οι δυο γονείς, φιλόλογοι, ο Χριστόφορος και η Χρυστάλλα, με τρεις γιους. Πρώτος ο Σάββας, σήμερα γιατρός, στη μέση ο Κώστας και ο Παύλος, ο μικρότερος, γνωστός αθλητικογράφος.
Δυο παιδιά έχειο ίδιος. Η Σοφία είναι εννέα χρόνων στην τετάρτη δημοτικού και ο Χριστόφορος σχεδόν επτά στη δευτέρα. Το σπίτι, στα Λατσιά,παραείναι ζωντανό με τα παιχνίδια, τα τρία κατοικίδια (δύο σκύλους και μια γάτα), τους φίλους των παιδιών που μπαινοβγαίνουν και τα αδελφικά μαλώματα, που δεν συγκρίνονται, ωστόσο, με τους τσακωμούς των τριών αρσενικών στη δική του πατρική οικογένεια, που με δυο μόλις χρόνια διαφορά ο ένας από τον άλλον, θεωρούσαν ότι είχαν πολλά να μοιράσουν σε μια σχέση αγάπης και οργής! Σήμερα είναι οι καλύτεροι φίλοι και κολλητοί.
Η σύζυγος του Μαρίνα, αλλά και ο ίδιος ο υπουργός, αν και ελαστικοί με τα παιδιά, έχουν ορίσει κάποιους άγραφους οικογενειακούς κανόνες, όπως, «δεν κτυπάμε, δεν φωνάζουμε, αυτές είναι, περίπου, οι προτεραιότητες για ύπνο, διάβασμα και ψυχαγωγία». Να τηρούνται πάντοτε με ευλάβεια, όχι, δεν τίθεται θέμα, όμως η τάξη σε μεγάλο βαθμό επιτυγχάνεται κυρίως χάρη στη μαμά, που είναι στο σπίτι πιο πολλές ώρες με τα παιδιά, αφότου σχολάσει από το Υπουργείο Γεωργίας όπου εργάζεται.
Γνωρίστηκαν στο Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας: «Ήμουν λειτουργός, η Μαρίνα, που έκανε το διδακτορικό της στην Αμερική, είχε έλθει να ζητήσει πληροφορίες για προγράμματα χρηματοδότησης έρευνας. Αμέσως διαπιστώσαμε πολλά κοινά, όπως τις πεποιθήσεις και την έγνοια μας για τη διατήρηση του περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα οι συζητήσεις μας να μετακινηθούν σύντομα από τα προγράμματα χρηματοδότησης έρευνας σε άλλα μονοπάτια…».
Στο σπίτι τους το πρόγραμμα είναι καθημερινώς φορτωμένο, όπως και σε κάθε οικογένεια με παιδιά, με εξωσχολικές δραστηριότητες, οι οποίες επιλέγονται ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του καθενός: « Τα παιδιά έχουν την ελευθερία να διαλέγουν. Η μαμά τους κι εγώ δεν τους υποχρεώνουμε να κάνουν κάτι εάν δεν το θέλουν. Το ίδιο θα πράξουμεκι όταν θα πρέπει να ακολουθήσουν επιλογές για το μέλλον τους, διότι θεωρούμε πρωταρχικής σημασίας να κάνει κανείς στη ζωή του κάτι που να τον εκφράζει και να του αρέσει. Αν το κάνει μόνο από υποχρέωση στο τέλος δεν θα το κάνει καλά».
Βιολογία ήταν η δική του επιλογή, αφού μαζί με τη χημεία και γενικά τα μαθήματα θετικής κατεύθυνσης ήταν η αδυναμία του, χωρίς να απεχθάνεται τα θεωρητικά. «Πρώτη επιλογή μου για σπουδές ήταν το Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και εκεί πέρασα. Σε ένα κλάδο που ασχολείται με τη ζωή σε όλες τις διαστάσεις της, καθώς βιολογία είναι η ίδια η ζωή, η φύση, τα πάντα».
Η αγάπη τουγια τη φύση, κληρονομιά από τον πατέρα του, αλλά και οι καλοί καθηγητές που ευτύχησε να έχει στο Παγκύπριο καθόρισαν τις επιλογές των σπουδών αλλά και τη μετέπειτα επαγγελματική του καριέρα: «Ο πατέρας μας μετέδωσε την αγάπη για τη φύση. Από μικρούς μας έπαιρνε, όλα τα αδέλφια, στη φύση για μάζεμα μανιταριών, κυνήγι, ψάρεμα. Νιώθω ευλογημένος που έζησα πολλές φορές το ξημέρωμα στη φύση με τις μοναδικές μυρωδιές, τα χρώματα και όχι μόνο αυτό. Έζησα από παιδί στην πράξη πολλά από όσα μάθαινα μετά στο πανεπιστήμιο από την επιστημονική σκοπιά, πράγμα που με βοηθούσε να τα κατανοώ πιο εύκολα». Και δεν είναι τυχαίο που, στο τρίτο έτος των σπουδών του, από τους 150 φοιτητές ήταν ο τρίτος σε επίδοση εξασφαλίζοντας υποτροφία, η οποία του επέτρεψε να αποκτήσει εξοπλισμό, ώστε να έλθει σε καλύτερη επαφή με τη φύση στην Ελλάδα.
Βιολογία ήταν η δική του επιλογή, αφού μαζί με τη χημεία και γενικά τα μαθήματα θετικής κατεύθυνσης ήταν η αδυναμία του, χωρίς να απεχθάνεται τα θεωρητικά. «Πρώτη επιλογή μου για σπουδές ήταν το Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και εκεί πέρασα. Σε ένα κλάδο που ασχολείται με τη ζωή σε όλες τις διαστάσεις της, καθώς βιολογία είναι η ίδια η ζωή, η φύση, τα πάντα».
Η αγάπη τουγια τη φύση, κληρονομιά από τον πατέρα του, αλλά και οι καλοί καθηγητές που ευτύχησε να έχει στο Παγκύπριο καθόρισαν τις επιλογές των σπουδών αλλά και τη μετέπειτα επαγγελματική του καριέρα: «Ο πατέρας μας μετέδωσε την αγάπη για τη φύση. Από μικρούς μας έπαιρνε, όλα τα αδέλφια, στη φύση για μάζεμα μανιταριών, κυνήγι, ψάρεμα. Νιώθω ευλογημένος που έζησα πολλές φορές το ξημέρωμα στη φύση με τις μοναδικές μυρωδιές, τα χρώματα και όχι μόνο αυτό. Έζησα από παιδί στην πράξη πολλά από όσα μάθαινα μετά στο πανεπιστήμιο από την επιστημονική σκοπιά, πράγμα που με βοηθούσε να τα κατανοώ πιο εύκολα». Και δεν είναι τυχαίο που, στο τρίτο έτος των σπουδών του, από τους 150 φοιτητές ήταν ο τρίτος σε επίδοση εξασφαλίζοντας υποτροφία, η οποία του επέτρεψε να αποκτήσει εξοπλισμό, ώστε να έλθει σε καλύτερη επαφή με τη φύση στην Ελλάδα.
Τα αδέλφια Καδή, τα παιδιά τους - αγόρια και κορίτσια - και πάντα με τη συνοδεία του παππού Χριστόφορου κι ενίοτε των συζύγων τους κάνουν, όποτε καταφέρουν να συντονίσουν το πρόγραμμά τους, εξορμήσεις στη φύση. Την τελευταία φορά είχαν πάει για μανιτάρια, τώρα βρίσκεται στα σκαριά η επόμενη. «Είναι ανεκτίμητες οικογενειακές στιγμές, μαθήματα ζωής για όλους και ιδιαίτερα για τα παιδιά».
Μαθήματα παίρνει κανείς από παντού κι αυτό καθώς είχε πάντοτε υπόψη του ο Κώστας Καδής, από μαθητής, δεν τα έδινε όλα στο διάβασμα και μόνο: «Δεν ήμουν πολύ μελετηρός, προσπαθούσα να είμαι συνεπής οριακά στις υποχρεώσεις μου, χωρίς να κάνω ΄το κάτι παραπάνω’, ώστε να μου απομένει χρόνος και για εξωσχολικές δραστηριότητες. Παρακολουθούσα και ‘τα έπιανα από την τάξη’, αλλά την περισσότερη μεθοδικότητα και τη διαχείριση του προγράμματος μελέτης την ανέπτυξα στο πανεπιστήμιο».
Μαθήματα παίρνει κανείς από παντού κι αυτό καθώς είχε πάντοτε υπόψη του ο Κώστας Καδής, από μαθητής, δεν τα έδινε όλα στο διάβασμα και μόνο: «Δεν ήμουν πολύ μελετηρός, προσπαθούσα να είμαι συνεπής οριακά στις υποχρεώσεις μου, χωρίς να κάνω ΄το κάτι παραπάνω’, ώστε να μου απομένει χρόνος και για εξωσχολικές δραστηριότητες. Παρακολουθούσα και ‘τα έπιανα από την τάξη’, αλλά την περισσότερη μεθοδικότητα και τη διαχείριση του προγράμματος μελέτης την ανέπτυξα στο πανεπιστήμιο».
Οι βαθμοί δεν ήταν ποτέ ο στόχος του: «Στο σχολείο ήθελα να παίρνω όσο περισσότερα μπορούσα από τους καθηγητές μου - είχαμε εξαιρετικούς εκπαιδευτικούς στο Παγκύπριο - και όχι να επικεντρώνομαι στους βαθμούς. Από εκεί και πέρα θέλαμε να περνάμε ωραία, περιμέναμε το διάλειμμα να κάνουμε τον χαβαλέ μας και τα Σαββατόβραδα για να βγούμε».
Στέκια που κυριαρχούσαν τότε ήταν οι καφετέριες - πιτσαρίες FourSeasons και Τorinoστην Έγκωμη αλλά και η Amoreστη Μακεδονίτισσα. «Δισκοθήκη πηγαίναμε, αραιά και πού, στον Σκορπιό και την Galaxyκαι πιο συχνά σε πάρτι στα σπίτια».
Μια μοτοσικλέτα μεγαλούτσικη, αλλά μικρής ιπποδύναμης, βόλευε εξαιρετικά τις μετακινήσεις του από τις καφετερίες στα πάρκα και τα συναφή, αποτελώντας ουσιαστικά την… εφηβική του επανάσταση: «Ειδικά στην εφηβεία είχαμε τα θέλω μας, στα οποία δεν συνηγορούσαν οι γονείς, όπως στο να αποκτήσω μοτοσικλέτα, αλλά τα κατάφερα, τους έπεισα ότι θα ήμουν προσεκτικός, αν κι έχω ακόμα μερικά σημάδια από μικροατυχήματα. Ήταν θυμάμαι στην τρίτη λυκείου - έκτη γυμνασίου τότε - μια ηλικία στην οποία θέλεις να νιώθεις ελεύθερος, να βγαίνεις με τους φίλους, να κάνεις τα ωραία σου και μια μοτοσικλέτα συμβάλλει σ’ αυτά, προσφέροντάς σου αυξημένη ελευθερία».
Ελεύθερος πραγματικά νιώθεις όταν φεύγεις για σπουδές, αλλά και την ίδια στιγμή υπεύθυνος για το σύνολο των πράξεων και των αποφάσεών σου: «Κινείσαι με τον δικό σου προϋπολογισμό, είσαι υποχρεωμένος να περνάς με όσα έχεις, να βάζεις πρόγραμμα, να μην μένεις πίσω στα μαθήματα. Ως φοιτητής έμαθα να διεκπεραιώνω με μέθοδο το ιδιαίτερα απαιτητικό διάβασμα και να εφαρμόζω το μέτρο στη ζωή μου».
Στην Αθήνα, λόγω της όμορφηςφοιτητικής ζωής, «περάσαμε αξέχαστα, μοναδικά χρόνια». Γιατί; «Διότι εκεί γνωρίσαμε καλύτερα τον κόσμο, άνοιξαν τα μάτια μας, είδαμε τη ζωή στην πράξη, κάναμε τις τρέλες μας προσέχοντας πού και πότε να σταματήσουμε, βιώσαμε πανέμορφες αλλά και δύσκολες συνάμα καταστάσεις που μας καθόρισαν. Η φοιτητική ζωή στην Αθήνα ήταν πολύ ξεχωριστή».
Η επιλογή της Αθήνας ως προορισμού για σπουδές ήταν η φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων σε μια οικογένεια της οποίας οι γονείς είχαν σπουδάσει, επίσης, εκεί και σε μια εποχή που κυριαρχούσε η τάση για Ελλάδα παρά εξωτερικό, ενώ η Κύπρος πρόσφερε πολύ λίγες ευκαιρίες: «Το επίπεδο ήταν πολύ ψηλό, απόδειξη πως στο πλαίσιο των διδακτορικών σπουδών, όταν παρουσιάζαμε εργασίες μας στο εξωτερικό και έπρεπε να συγκριθούν με αντίστοιχες πανεπιστημίων από όλο τον κόσμο, αυτές όχι μόνο δεν υστερούσαν αλλά ξεχώριζαν. Ακόμα, οι απόφοιτοι του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν πήγαιναν για μεταπτυχιακό σε άλλες χώρες, ήταν κατά κανόνα παιδιά που σταθερά ξεχώριζαν, προόδευαν και πρόκοβαν».
Δεν κόπηκε ποτέ σε μάθημα, πράγμα σπάνιο για φοιτητές στην Ελλάδα, και τέλειωσε ακριβώς στα τέσσερα χρόνια:«Προσπαθούσα να είμαι συνεπής έχοντας πρόγραμμα, παρακολουθούσα, δεν περίμενα τις εξετάσεις για να διαβάσω, ενώ ένα άλλο συναρπαστικό που έχει η βιολογία είναι ότι όλα σχεδόν τα μαθήματα έχουν τα εργαστήριά τους, μέσα από τα οποία μαθαίνει κανείς με βιωματικό τρόπο πολλές αλήθειες για την επιστημονική πλευρά της ζωής».
Καταλήψεις πολλές δεν έζησε και ήταν τυχερός, όμως σε μια περίπτωση κατά τη διάρκεια των διδακτορικών του σπουδών «όταν έγινε κατάληψη κι εγώ είχα πειράματα σε εξέλιξη στο εργαστήριο, που έπρεπε να παρακολουθώ καθημερινώς, αναγκαζόμουν να πηγαίνω νύχτα, να μπαίνω εφαρμόζοντας… καταδρομικές μεθόδους και να κάνω τις μετρήσεις μου με φανάρι, για να μην με αντιληφθούν».
Έμενε Παγκράτι, Ηλίσια, Ζωγράφου, κλασσικές περιοχές των φοιτητών από την Κύπρο και μετά Άνω Κυψέλη. Με συγκάτοικο τα δυο πρώτα χρόνια, μετά με τον αδελφό του τον Παύλο, που σπούδαζε Γυμναστής. «Συνδεθήκαμε πολύ κατά τη διάρκεια της συγκατοίκησής μας, γίναμε κολλητοί. Ο Παύλος είναι, μέχρι σήμερα, ο καλύτερος μου φίλος». Είπαμε πως θα κακοφανεί στον μεγάλο αδελφό αυτή η παραδοχή, όμως ο υπουργός είναι σίγουρος πως «δεν θα του κακοφανεί», διότι και με αυτόν οι σχέσεις είναι άριστες.
Και να διασκεδάζει ήξερε ο Κώστας Καδής, ως φοιτητής στην Αθήνα, αλλά και να διασκεδάζει τους άλλους. Ο Κώστας Καδής ερμηνεύει Κώστα Χατζή «διαφήμιζαν» στις φοιτητικές μπουάτ, αφού με τον καιρό εξελίχθηκε σε περιζήτητο ερμηνευτή ανάμεσα στον φοιτητόκοσμο σε πάρτι, χορούς και λοιπές διοργανώσεις.
Στις μπουάτ της Αθήνας έζησε ανεπανάληπτες στιγμές: «Ήμασταν η τελευταία γενιά των τυχερών που έζησαν τις αυθεντικές μπουάτ της Πλάκας, τις Εσπερίδες, την Απανεμιά. Εκεί ζούσες ενός αιώνα μουσική μέσα σε μια τρύπα, μια κάμαρη. Ζήσαμε μοναδικές στιγμές με τον Γιάννη Αργύρη, τον γκουρού των μπουάτ και τον Ζωγράφο. Το γοητευτικό στην όλη ατμόσφαιρα ήταν που καλλιτέχνες και κόσμος, σε απόσταση ενός μέτρου, γίνονταν ένα, τραγουδούσαν όλοι μαζί, έλεγαν ανέκδοτα, αστειεύονταν. Αυτό ήταν που έκανε ανεπανάληπτη την ομορφιά των μπουάτ.
Μια κιθάρα και μια καλή παρέα σ’ ένα δωμάτιο 2χ2 ήταν, επίσης, υπέρ αρκετά για να φτιάξουν αμέτρητες ανεπανάληπτες βραδιές στα φοιτητικά διαμερίσματα, όπως και τα ραντεβού για καφέ στις πλατείες, με πρώτη επιλογή εκείνη του Αγίου Θωμά στο Γουδί. Από εκεί και πέρα ήταν οι χοροί των φοιτητικών παρατάξεων, τα πάρτι στα σπίτια αλλά και οι εκδρομές στα νησιά. «Τα ελληνικά νησιά εξακολουθούν πάντοτε να είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου προορισμούς».
Ταξιδεύει και σήμερα στην Αθήνα, περνά από τις περιοχές των φοιτητικών του χρόνων και κρατά ακόμη επαφές με συμφοιτητές αλλά και καθηγητές του. « Κάθε φορά που επιστρέφω στην Αθήνα νιώθω σαν να μην έφυγα ποτέ, έστω κι αν κάποια στέκια μας τα ψάχνουμε και δεν υπάρχουν πια. Έστω κι αν θλίβομαι γιατί στην Πατησίων, που κάποτε πηγαίναμε για ψώνια, σήμερα το ένα κατάστημα κλείνει μετά το άλλο. Παρόλα αυτά είμαι αισιόδοξος. Θα βρει τον δρόμο της η Ελλάδα, θα τα καταφέρει…».