Ελένη και Τζούλη, ευτυχισμένες μαζί!

O Οσάμα χαλάει τον κόσμο, δεν συμμαζεύεται αυτό το σκυλί. «Σάμι, φρόνιμα», επιχειρεί να τον συμμορφώσει η Τζούλη. «Οσάμα», επιμένει η Ελένη, «άλλο όνομα δεν του πάει με την αγριάδα που βγάζει». Η Μόλι από δίπλα το παίζει ατάραχη. Πονηριά θηλυκού! Είναι φανερό ότι επαγρυπνεί και όχι άδικα. 
Πολλοί και περίεργοι μαζεύτηκαν αυτό το κυριακάτικο πρωινό στο σπίτι. Κάποια αδιάκριτα ρωτά πολλά και διάφορα, μια άλλη έχει καταφέρει να πειθαρχήσει την Ελένη «αν είναι ποτέ δυνατόν!» σε μια καρέκλα και… συνωμοτώντας με ένα συμπαθή, κατά τα άλλα νεαρό, αφήνουν πρόσωπο και πιάνουν μαλλί. Κάτι για φωτογράφιση λένε όλοι, στην Τζούλη βάζουν το ένα φόρεμα και βγάζουν το άλλο. «Κλικ», «κλικ», ένας φακός τα πάνθ’ ορά και είναι φανερό ότι οι οικοδέσποινες, θέλοντας και μη, του κάνουν τα χατίρια. «Αλλόκοτη» αυτή η Κυριακή για τους ένοικους. Ένα εξαίρετο πρωινό για μας, παρέα με την Ελένη Θεοχάρους και την Τζούλη Καριόλου, που μας κάνουν την τιμή να εκθέσουν, κυριολεκτικά, για χάρη μας κάθε γωνιά του σπιτιού τους.    Η αγαπητή Ευρωβουλευτής, γιατρός, ποιήτρια, συγγραφέας, Γιατρός του Κόσμου - ποιο απ’ όλα να προτάξουμε; - μας συστήνει τη μοναχοκόρη της Τζούλη και αυτή, με τη σειρά της, τη Μαμά Θεοχάρους.

«Προσπαθήσαμε πολύ, ο Λούης, η Τζούλη κι εγώ, να διαφυλάξουμε την οικογενειακή μας ζωή όλα αυτά τα χρόνια. Σήμερα κάνω μια εξαίρεση και ίσως να είναι η δεύτερη μόλις φορά που αποδέχομαι μια εσωτερική ανασκόπηση και η πρώτη για την Τζούλη», ομολογεί η Ελένη, για να εισπράξει ένα βλέμμα του τύπου «στα ‘λεγα εγώ, δεν μ’ άκουγες» από την κόρη της. Την χαμηλών τόνων πτυχιούχο πολιτικών επιστημών που επέλεξε να κάνει το μεταπτυχιακό της στον κλάδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Μοιάζει πολύ στον πατέρα της. Σοβαρή, μετρημένη και μεθοδική, δυνατή προσωπικότητα με χιούμορ και πολλούς φίλους, ενώ τη γοητεύει ιδιαίτερα η οικογενειακή ζωή και το σπίτι», περιγράφει η Ελένη, για να πάρει αμέσως δυο δευτερόλεπτα παράταση από την Τζούλη, που ετοιμαζόταν για την περιγραφή της μαμάς, ώστε να εκφράσει αυτό που θα μπορούσε να αποτελέσει και τον τίτλο αυτού του ρεπορτάζ: «Η Τζούλη ήταν και παραμένει το επίκεντρο της ζωής μου. Κάθε φορά που φυτεύω ένα δενδράκι στα πέρατα του κόσμου ή ταΐζω ένα λιμασμένο παιδάκι νομίζω ότι το κάνω για την κόρη μου».                                                                                                        
 Και η Τζούλη τι έχει να πει; «Δείγμα τυπικό» κάθε άλλο παρά ήταν ούτε και θα γίνει ποτέ η Ελένη, όπως εύστοχα περιγράφεται στο διαχρονικό άσμα της Παναγιωταρά η μέση εργαζόμενη μάνα και καλή νοικοκυρά: «Σίγουρα δεν είναι η κλασική μάνα με την έννοια που το θέτετε και η αλήθεια είναι ότι δεν θα μπορούσα να τη φανταστώ με ποδιά στο σπίτι να κάνει δουλειές». Για να διακόψει, πάλι, η Ελένη: «Φτωχές οι επιδόσεις μου στον τομέα όπως και στη μαγειρική. Αν φας, όμως, ψητό από τα χέρια μου…». Και κάνει νόημα στην Τζούλη να συνεχίσει: «Η αλήθεια είναι ότι δεν πλήττεις μαζί της. Είναι απρόβλεπτη. Κάθε μέρα μαζί της είναι διαφορετική. Ένας πολύ δυναμικός άνθρωπος αλλά ταυτόχρονα τρυφερός, που έχει την ανάγκη να προσφέρει στους συνανθρώπους της, αλλά έχει επίσης ανάγκη να προστατεύει κανείς τις ευαισθησίες της. Κατά τα άλλα παραμένει μια φυσιολογική υπερπροστατευτική Κύπρια μάνα, η οποία παρεμβαίνει κάθε φορά που αισθάνεται ότι είμαι εκτεθειμένη σε κάποιο πρόβλημα».                                                                              
 
 Τις χαιρόμαστε που χαίρονται η μια την άλλη. Δεν τους… χαριζόμαστε, όμως, καθώς από ιδίαν πείρα γνωρίζουμε ότι οι σχέσεις μάνας και κόρης όχι απλώς δεν είναι πάντα μέλι - γάλα, αλλά συχνά περνάνε… δια πυρός και σιδήρου. Σκόπιμα και γνωρίζοντας των εντάσεων τα συνήθη αίτια κάνουμε νύξη για των προετοιμασιών του γάμου τα δύσκολα. Δεν μπορεί, εκεί θα πρέπει να είχαμε τις αναμενόμενες προστριβές!                
 
Η Τζούλη ντύθηκε νύφη στο πλευρό του Κυριάκου Αγγελή στις 17 Οκτωβρίου, έγιναν ζευγάρι στον Καθεδρικό Ναό Αγίου Ιωάννου στη Λευκωσία και δέχθηκαν τις ευχές πλήθους συγγενών, φίλων και γνωστών στο ξενοδοχείο Χίλτον. «Μετά από πολύχρονη και άριστη σχέση», λέει η Ελένη, που διαβεβαιώνει πως κάθε άλλο παρά «θανάσιμη» πεθερά θα μπορούσε να θεωρηθεί: «Ούτε τον σκέφτηκα ποτέ αυτό τον όρο ούτε με αποκάλεσε ποτέ κανείς έτσι. Η σχέση μας είναι πολύ φιλική και ισότιμη, η συμπεριφορά μου ίδια όπως και προς τον κάθε άνθρωπο που είναι κοντά μου και τον αγαπώ».      
                                       
Δεν είναι παρών ο Κυριάκος για να διαβεβαιώσει του λόγου το αληθές. Το κάνει, όμως, η Τζούλη γνέφοντας με το κεφάλι, για να επιστρέψουμε αμέσως στις εντάσεις των προετοιμασιών προτού πάνε στον γάμο «όλα ευτυχώς καλά»: «Ήμασταν και οι δυο αναμειγμένες στις διαδικασίες και πολλές φορές με συγκρουόμενες απόψεις. Άσπρο η μία και μαύρο η άλλη. Αλλά είχε κι αυτό τη χάρη του».Τάδε έφη θυγατέρα. Και η μαμά: «Αποφασίζαμε δημοκρατικά και γινόταν πάντα το δικό της Τζούλης! Βεβαίως, από τις 30 Αυγούστου μέχρι τον γάμο δεν πέρασα στην Κύπρο παρά μόνο τέσσερις περιόδους από 36 ώρες κάθε φορά. Συνεπώς η Τζούλη είχε την κύρια ευθύνη και το βάρος».                          
Το «στρατηγείο» των προετοιμασιών είχε στηθεί στο πατρικό, όπου βρήκαν έδαφος πρόσφορο και μπόλικο οι αναμνήσεις, ενίοτε απρόσκλητες κι άλλοτε ηθελημένα, να βγουν και να βασιλέψουν. Τέτοιες στιγμές το μυαλό, δίχως να το ελέγχεις, τρέχει στο τότε και στα παλιά: «Η Τζούλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1986. Τόσο ο Λούης όσο κι εγώ ήμασταν ειδικευόμενοι γιατροί και ήταν αδύνατο να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Θυμάμαι ότι εγώ είχα τουλάχιστον δεκαπέντε εφημερίες τον μήνα και κάπου οκτώ με δέκα ο Λούης. Ο χρόνος δεν αρκούσε ούτε για την εκ περιτροπής φροντίδα του μωρού».                                                                                            
 
Κι αμέσως επιστρατεύτηκε η γιαγιά: « Η Ιουλία Καριόλου ήταν μια  εξαίρετη και καλλιεργημένη δέσποινα, μια θαυμαστή Κερυνιώτισσα και μας βοήθησε σημαντικά». Μένανε κάπου στην Τριανδρία «σε μια νέα γειτονιά στα κράσπεδα μιας παραγκούπολης στην οποία εξακολουθούσαν να διαμένουν πρόσφυγες του 1922, στις όχθες ενός ρέματος που κατέβαινε από τον Χορτιάτη και ήταν γεμάτο πλατάνια και λεύκες. Εκεί πηγαίναμε όλοι - μια μικρή παροικία Κυπρίων, φοιτητών και ειδικευόμενων -  για χαβαλέ, κοντά στα μεσάνυχτα, αλλά και για να ξεκουραστούμε από το διάβασμα ή για να ακούει η Τζούλη τα αηδόνια που κελαηδούσαν, να πιεί το νυχτερινό της γάλα και να κοιμηθεί».                                                                          
Η μικρή, που βαφτίστηκε Ιουλία στο Πατριαρχικό Μοναστήρι της Παναγίας των Βλαχερνών, ψηλά στα κάστρα της Σαλονίκης, μεγάλωσε με τη φοιτητοπαρέα, μέλος της αναπόσπαστο κι αυτή, στους  περιπάτους στην προκυμαία, στο λιμάνι ή στο Σέιχ Σου. «Νηπιαγωγείο πήγε στην Αλεξανδρούπολη, μέσα στην Πανεπιστημιούπολη όπου βρήκαμε δουλειά με τον Λούη. Τα πράγματα ‘αγρίεψαν’ και δεν ήταν λίγες οι φορές που έστελνα κάποιο φίλο να τη φέρει στο νοσοκομείο από το νηπιαγωγείο, γιατί εγώ χειρουργούσα και ο πατέρας της είχε άρρωστο, κι αυτός δεν ήξερε ποιο ήταν το παιδί και ρώταγε να βρει το ‘Θεοχαράκι’. Στα νυχτερινά χειρουργεία, όταν η γιαγιά δεν ήταν μαζί μας και ο Λούης έλειπε στη Σαμοθράκη, ένα νησί που βρισκόταν υπό την ευθύνη του ως ψυχίατρου, την έπαιρνα μαζί μου στο νοσοκομείο. Τότε αναλάμβανε μια νοσοκόμα να την προσέχει μέχρι να τελειώσουμε την επέμβαση».                                                                                          
Και να ‘ταν μόνο τα χειρουργεία; Εκείνα δεν ήταν παρά μόνο η αρχή μιας ζωής της οποίας τις εμπειρίες δεν σε αρκούν τόμοι για να χωρέσεις. Με μαμά και κόρη λέμε πολλά και ξεχωρίζουμε, αναγκαστικά, λίγα: «Πραγματοποίησα την πρώτη επικίνδυνη ιατρική αποστολή όταν η Τζούλη ήταν πέντε χρόνων και τη μάθαμε ότι οι λόγοι για τους οποίους έφευγα από το σπίτι ήταν για να βοηθήσω κάποια παιδιά που είχαν απόλυτη ανάγκη. Όσο περνούσαν τα χρόνια  τόσο περισσότερο ανησυχούσε και παρόλο που ένιωθα ότι φοβόταν ποτέ δεν μου είπε ‘μην πας’. Μόνο μια φορά, πέρυσι, είχε αντιδράσει έντονα στη μετάβασή μου στις χώρες του Έμπολα. Τώρα τελευταίως και σιγά - σιγά αρχίζει να μου λέει ‘άσε να πάει και κανένας άλλος’».                                                
Κόρη νουθετεί μητέρα σε μια σχέση με εναλλασσόμενους ρόλους, «ιδίως τώρα που η κόρη μου γίνεται μαμά μου και με πιλατεύει», χαριτολογεί η Ελένη, για να σπεύσει να διευκρινίσει η Τζούλη πως: «Πάντοτε όταν φεύγει η μαμά για κάποια αποστολή νιώθω ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω άγχος και έννοια». Και είναι φορές που της λείπει. 
 
Το ότι νιώθει περηφάνια κατανοώντας τη σημαντικότητα του έργου της ως πολιτικού και γιατρού που δεν διστάζει, για δεκαετίες τώρα, να οργανώνει αποστολές άμεσης ιατρικής παρέμβασης σε εμπόλεμες ζώνες, περιοχές από τη μια άκρη του πλανήτη έως την άλλη που μαστίζονται από την πείνα και τις αρρώστιες, δεν σημαίνει πως η ίδια δεν θα την ήθελε περισσότερο κοντά της: «Ναι, θα ήθελα ‘περισσότερη Ελένη’ δίπλα μου», λέει κοιτώντας την σαν να αναμένει τη δική της απάντηση και την έχει: «Ναι, σίγουρα έχω συνεχώς τύψεις γι’ αυτό το ζήτημα, πολλές φορές σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να περνούσα περισσότερο χρόνο με την Τζούλη.  Αισθάνομαι επίσης ότι δεν είναι αρκετή η δικαιολογία ‘αφιέρωνα στο παιδί μου όλο τον χρόνο που είχα στην διάθεση μου’. Δύσκολες στιγμές ζούσα όταν άκουγα στον περίγυρό μου περιγραφές οικογενειακών στιγμών υπέρμετρης ευτυχίας - πολλές φορές καθ’ υπερβολήν - που τις στέρησα από την Τζούλη γιατί ήμουν, για παράδειγμα, στην Γάζα. Η ίδια δεν με αφήνει όμως να μετανιώσω που σημειώθηκαν αυτές οι απουσίες. Επιφυλάσσομαι να τις αναπληρώσω». Αδράχνουμε την ευκαιρία και ρωτάμε: «Στα εγγόνια;». Και αρπάζει κι εκείνη τη δική της: «Ναι, στα εγγόνια. Ελπίζω να έλθουν πολλά και σύντομα. Λένε πως όταν κάνεις εγγόνια συμμορφώνεσαι, βάζεις μυαλό. Θα δούμε». Και για να μη μείνουμε με λάθος εντυπώσεις, για να μην αφήσει στη μαμά μια υποψία, έστω, πικρίας, η Τζούλη σπεύδει να προσθέσει: «Όλα τα σημαντικά, όμως, τα ζήσαμε μαζί, εάν εξαιρέσεις την αποφοίτησή μου στο μεταπτυχιακό». Και η ζωή είναι μπροστά τους για άλλα πολλά και καλά: «Σε μερικές περιπτώσεις θα ήθελα να ήταν μαζί μου στις περιπέτειές μου και έχω στο νου μου να πάμε μαζί σε κάποιους τόπους», ομολογεί η Ελένη. Η Τζούλη προτείνει Αμερική για άλλη μια φορά και Αφρική σε μέρη και ανθρώπους που η μαμά της αφιέρωσε αφειδώλευτα τα καλύτερα της χρόνια.      
                                                      
«Ποτέ χωρίς την κόρη μου, Ελένη;», ρωτάμε καθώς και οι δυο μας ξεπροβοδίζουν στην εξώπορτα. «Ε, δεν θα την πάρω ποτέ μαζί μου στους πολέμους», απαντά ετοιμόλογη, όπως πάντα, κι εμείς κρατάμε φεύγοντας το χαμόγελο που χαρίζουν η μια στην άλλη και τις γεμάτες νόημα ματιές ενός κώδικα επικοινωνίας που δουλεύει αποκλειστικά μόνο μεταξύ μάνας και κόρης. 
 
 Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Celebrity, στην έκδοση της Κυριακής.
 
 
 

Δειτε Επισης

Μαρία Σολωμού για Μάριο Αθανασίου: Ήταν τόσο έντονος έρωτας που τα διέλυσα όλα για να είμαστε μαζί
Λάκης Γαβαλάς: Είμαι σε σχέση τρία χρόνια τώρα, ο σύντροφός μου είναι μεταξύ Γαλλίας και Αυστραλίας
Μπάχαλο η Eurovision-Το φαβορί που αποκλείστηκε επειδή παραβίασε τον νο1 κανόνα της διοργάνωσης
Το μυστήριο λύθηκε-Ο σκηνοθέτης του «Μόνος Στο Σπίτι» αποκάλυψε το επάγγελμα των γονιών του Κέβιν ΜακΚάλιστερ
Τζένιφερ Λόπεζ: Πώς πέρασε τα πρώτα της Χριστούγεννα μετά το διαζύγιο με τον Μπεν Άφλεκ (pics)
Κέιτ Μίντλετον: Η συγκινητική βόλτα προς την εκκλησία και τα αστεία που έκανε με τους θαυμαστές (βίντεο)
«Μόνος στο σπίτι»: Θυμάστε τον «Μαρβ»; Πώς είναι σήμερα και με τι ασχολείται
To GNTM: επιστρέφει... Αυτό είναι το trailer δήλωσης συμμετοχής
Αθηνά Οικονομάκου: Στην παραλία με τον Μπρούνο Τσερέλα, μια ημέρα μετά τα Χριστούγεννα (pics)
Ο λόγος που η Καλομοίρα άφησε την καριέρα της-«Ξέρω τι σημαίνει να γυρίζεις σπίτι και να το βρίσκεις άδειο»