Η Μπριζίτ Μπαρντό, η Γαλλίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια που εξελίχθηκε σε διεθνές σύμβολο του σεξ πριν γυρίσει την πλάτη στον κινηματογράφο για να αφοσιωθεί στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, πέθανε σε ηλικία 91 ετών.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ: Όλα τα νέα των celebrities με ένα κλικ στο #CelebrityNewsCyprus
Η Μπαρντό εκτοξεύθηκε στη διεθνή φήμη με την ταινία Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα το 1956, σε σενάριο και σκηνοθεσία του τότε συζύγου της, Ροζέ Βαντίμ, και για τις επόμενες δύο δεκαετίες ενσάρκωσε την εικόνα του αρχέτυπου «σεξ γατιού». Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ανακοίνωσε την αποχώρησή της από την υποκριτική και άρχισε να δραστηριοποιείται όλο και περισσότερο πολιτικά.
Η ένθερμη στήριξή της στα δικαιώματα των ζώων εξελίχθηκε σε εμπρηστικές δηλώσεις για εθνοτικές μειονότητες και σε ανοιχτή υποστήριξη του γαλλικού ακροδεξιού Front National, γεγονός που οδήγησε σε σειρά καταδικών της για υποκίνηση φυλετικού μίσους.
Υπήρξε επί δύο δεκαετίες το πιο αναγνωρίσιμο πρόσωπο για το γαλλικό θέαμα, αλλάζοντας ριζικά τον τρόπο αλλά και τα «ήθη» των κοινωνιών τόσο στην Ευρώπη όσο και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
To εξώφυλλο στο Elle και η «γέννηση» ενός sex symbol
Η Μπριζίτ Μπαρντό γεννήθηκε από οικονομικά ευκατάστατη οικογένεια στο Παρίσι στις 28 Σεπτεμβρίου του 1934 και έκανε το πρώτο της εξώφυλλο σε ηλικία μόλις 15 ετών στο γαλλικό περιοδικό «Elle».
Η συγκεκριμένη φωτογράφιση της ξανθιάς καλλονής θα κινήσει το ενδιαφέρον του Ρότζερ Βαντίμ, ο οποίος θα σκηνοθετήσει τις δύο πρώτες ταινίες της μεγάλης καριέρας της Μπαρντό.
Το 1956 η Μπαρντό σε ηλικία 22 ετών θα πρωταγωνιστήσει στο «Και ο Θεός έπλασε την γυναίκα» ενώ και δύο χρόνια αργότερα θα έχει τον πρώτο ρόλο στο «Ξεκίνησα 17 χρονών».
Από τις πρώτες της ταινίες η Μπριζίτ Μπαρντό θα γίνει ο «πολιορκητικός κριός» για όλα τα ταμπού της γαλλικής -και όχι μόνο- κοινωνίας και άμεσα θα μετατραπεί σε sex symbol.
Με τον Βαντίμ, η Μπαρντό θα παντρευτεί σε ηλικία 18 ετών το 1952 και θα μείνουν μαζί μέχρι και το 1957.
Η Μπριζίτ Μπαρντό, που ασχολήθηκε τόσο με το τραγούδι όσο και με το μόντελινγκ αποτέλεσε το αντικείμενο μελέτης και του φιλοσόφου Simone de Beauvoir, ο οποίος το 1959 εξέδωσε την μελέτη του για το «σύνδρομο της Λολίτας» στο οποίο την περιέγραφε ως μια «ατμομηχανή της γυναικείας ιστορίας», ανακηρύσσοντάς την ως την πρώτη πιο απελευθερωμένη γυναίκα της μεταπολεμικής Γαλλίας.
Εκείνη την περίοδο, ο Κερκ Ντάγκλας προσπάθησε να την πάρει μαζί του στο Χόλιγουντ, χωρίς όμως επιτυχία, δεδομένου ότι ήταν πολύ ερωτευμένη με τον Βαντίμ.
Αργότερα η ίδια η Μπριζίτ Μπαρντό δήλωσε ότι απεχθάνεται κάθε τι αμερικανικό- και συνέχισε να γυρίζει ταινίες.
Λίγο καιρό αργότερα, συμπρωταγωνίστησε με το ιερό τέρας του γαλλικού σινεμά Ζαν Γκαμπέν στο σκανδαλώδες αισθηματικό δράμα «Υβέτ, το Κορίτσι της Ακολασίας» του Κλωντ Ωτάντ Λαρά, ένα φιλμ κλασικό πια, για τη γαλλικό σινεμά.
Το 1959 η Μπαρντό γύρισε το φιλμ «Η Μπαμπέτ Πάει στον Πόλεμο», με τον Φρανσίς Μπλανς και έναν ηθοποιό που απαίτησε η ίδια να συμπρωταγωνιστήσει, τον Ζακ Σαριέ, με τον οποίο παντρεύτηκαν τον ίδιο χρόνο.
Το 1960 η γέννηση του γιου της, Νικολά, θα γίνει παγκόσμιο γεγονός.
Ο Κλουζό, η προδοσία και η απόπειρα αυτοκτονίας
Την ίδια χρονιά, προβλήθηκε η ταινία «Η Αλήθεια» του σπουδαίου Ανρί Ζορζ Κλουζό, ο οποίος την υπέβαλε σε επίπονα γυρίσματα, τα οποία την κούρασαν ψυχικά, σε συνδυασμό με το μεγάλωμα του παιδιού της.
Την ίδια περίοδο, δέχτηκε σοβαρό πλήγμα από την προδοσία του γραμματέα της, ο οποίος θα αποκαλύψει διάφορα μυστικά της στον Τύπο, που θα την πολιορκήσει ασφυκτικά, όπως και οι εξαγριωμένοι θαυμαστές της, σπρώχνοντας την Μπαρντό στα όριά της.
Έκανε απόπειρα αυτοκτονίας την ημέρα των γενεθλίων της, πέφτοντας σε κώμα και επιζώντας από θαύμα.
Αργότερα αποκάλυψε ότι είχε προσπαθήσει και άλλες φορές να βάλει τέλος στη ζωή της.
«Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη δυστυχία που ακολουθεί την τόσο έντονη χαρά» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά η ίδια, αποκαλύπτοντας παράλληλα ότι είχε προσπαθήσει να βάλει τέλος στη ζωή της κόβοντας τις φλέβες της και παίρνοντας υπνωτικά χάπια.
Το 1961 κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ξένης Γυναικείας Ερμηνείας David di Donatello για τη δουλειά της στην ταινία The Truth (1960).
Η Μπαρντό αργότερα πρωταγωνίστησε στην ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Le Mépris» (1963).
Για τον ρόλο της στην ταινία του Louis Malle Viva Maria! (1965) ήταν υποψήφια για το βραβείο BAFTA για την καλύτερη ξένη ηθοποιό.
Το 1966, η Μπαρντό παντρεύεται τον δεύτερο σύζυγό της Γκίντερ Ζακς, με το γάμο τους να κρατάει μόλις τρία χρόνια.
Ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ, είχε χαρακτηρίσει την ΒΒ ως ισότιμη «εξαγωγή» με τα οχήματα της Renault.
Η Μπαρντό έπαιξε σε περισσότερες από 40 ταινίες και ηχογράφησε πάνω από 60 τραγούδια μέχρι και το 1973 όταν και ανακοίνωσε πως αποχωρεί από τον χώρο του θεάματος.
«Όταν ζεις τόσο έντονες στιγμές όπως εγώ, υπάρχει πάντα ένας λογαριασμός που πρέπει να πληρώσεις» είχε πει η ίδια σε συνέντευξή της στη βρετανική εφημερίδα Guardian, αποκαλύπτοντας ότι την περίοδο που αποφάσισε να τελειώσει την καριέρα της έπινε δύο μπουκάλια σαμπάνια και τρία μπουκάλια κρασί την ημέρα.
Στην αυτοβιογραφία της «Initiales BB» αποκάλυψε και άλλες «σκοτεινές» σελίδες της ζωής της: μίλησε για εραστές που την ξυλοκόπησαν, την πρόδωσαν και την εκμεταλλεύτηκαν επειδή ήταν αδαής και ευάλωτη και πώς της συμπεριφέρθηκαν σαν πόρνη.
Η ζωή μετά τον κινηματογράφο
Της απονεμήθηκε το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής το 1985.
Μετά τη απόσυρσή της από τον χώρο του θεάματος της, έγινε ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των ζώων και δημιούργησε το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό.
Είναι γνωστή για την ισχυρή της προσωπικότητα, την ειλικρίνεια και τις ομιλίες της για τα δικαιώματα των ζώων.
«Έχω υπάρξει πολύ ευτυχισμένη, πολύ πλούσια, πολύ όμορφη, πολύ παινεμένη, πολύ διάσημη και πολύ δυστυχισμένη. Τα ζώα δεν με έχουν προδώσει ποτέ. Είναι εύκολα θηράματα, όπως ήμουν εγώ σε όλη τη διάρκεια της καριέρας μου. Έτσι, νιώθουμε τα ίδια πράγματα. Τα αγαπώ» είχε πει κάποτε η ίδια.
Η Μπαρντό ασχολήθηκε και με την πολιτική, όχι με την ίδια επιτυχία με αυτή που είχε στο θέαμα.
Στο ιστορικό της έχει έξι καταδίκες για υποκίνηση φυλετικού μίσους, καθώς υπήρξε σφοδρή επικριτής των μεταναστών και είχε αποκαλέσει τους κατοίκους της νήσου Ρεϋνιόν «άγριους».
Υπήρξε παντρεμένη μέχρι το τέλος της ζωής της με τον Μπερνάρ ντ' Ορμάλ, τέταρτο σύζυγό της, και πρώην σύμβουλο του Ζαν Μαρί Λεπέν.
Η ίδια η Μπαρντό είχε αποκαλύψει ότι αρνήθηκε να κάνει πλαστικές επεμβάσεις και άρχισε να ντύνεται άσχημα γιατί ήθελε να διαλύσει την εικόνα του sex symbol, που τόσο πολύ στιγμάτισε τη ζωή της.



