Οι αποκαλύψεις του Διονύση Σαββόπουλου για την οικογένεια του: «Αν εξόκειλα καμιά φορά, της το ομολόγησα»

«Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Εύχομαι ν’ ανοιξει η γη να με καταπιεί τώρα. Ντρέπομαι που θα μα διαβάζετε όλοι τώρα. Τη θέλω πολύ αυτή τη συγχώρεση, αλλά δεν ξέρω ακόμη πώς να τη ζητήσω»

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ: Όλα τα νέα των celebrities με ένα κλικ στο #CelebrityNewsCyprus

Μετά τη γενναία εξομολόγηση που έκανε για τον καρκίνο στην Αυτοβιογραφία του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», που είναι αφιερωμένο στη σύζυγό του, Άσπα, ο Διονύσης Σαββόπουλος συγκινεί με ακόμη ένα κεφάλαιο.

Το κεφάλαιο 16 αναφέρεται στην οικογένειά του και έχει τίτλο «Οικογενειακός Θησαυρός».

«Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Ναι. Μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχομαι ν’ ανοιξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που θα μα διαβάζετε όλοι τώρα. “Καλλιτέχνης”, σου λέει ο άλλος, “άνθρωπος με ευαισθησίες…”. Τα μάλωνα κι από πάνω, ουρλιάζοντας σαν στρίγκλα. Με κοίταζαν κατατρομαγμένα τα πουλάκια μου.

Τα λάτρευα. Περπατούσαμε χεράκι, χεράκι, πρώτα με τον μεγάλο και λίγα χρόνια μετά με τον μικρό. Ανεβαίναμε στη μεγάλη ρόδα του λούνα παρκ και χαζεύαμε. Τους έδειχνα τα ωραία σπίτια, μετά καθόμασταν στο δασάκι να καπνίσω ένα τσιγάρο. Γυρνούσαμε σπίτι με βήμα ζωηρό. Τους μάθαινα κολύμπι, τους μάθαινα ποδήλατο. Ισορροπούσαν στο τιμόνι και η χαρά έτρεχε από τα μπατζάκια τους. Λάμπανε σαν άγγελοι. Βγαίναμε με την κιθάρα για τα κάλαντα, στολίζαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, αγκαλιαζόμασταν και χοροπηδούσαμε στις γιορτές» σημειώνει ο Διονύσης Σαββόπουλος.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ: Όλα τα νέα των celebrities με ένα κλικ στο #CelebrityNewsCyprus

Σε άλλο σημείο, ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης περιγράφει τα πρώτα συναισθήματα μετά τη γέννηση του πρώτου του παιδιού.

«Έγινα πατέρας στα είκοσι τέσσερά μου. Μόλις είδα το νεογέννητο, ένιωσα έναν φόβο, μια απώθηση… Μια αποστροφή! Μια χαρά ήταν το μωράκι, εγώ ήμουν ο αλλόκοτος, εγώ ήμουν ο ξένος. Στάθηκα απόμακρος για καιρό κι όταν μου το δίνανε στην αγκαλιά μου τους το έδινα πίσω σχεδόν αμέσως. Το φοβόμουν. Τι δουλειά είχα εγώ να γίνω πατέρας. Εγώ ήμουν τελείως απ’ αλλού. Άσχετος.

Μια φορά γινόταν σεισμός, πετάχτηκα από τον ύπνο και μιαοκοιμισμένος, υπνοβατώντας σχεδόν, μπήκα στο δωμάτιο του παιδιού και το σκέπασα με το σώμα μου. Τριών, τεσσάρων χρονών θα ήταν. Έπεσα πάνω του να το καλύψω ασυνείδητα. Εντελώς από ένστικτο. Δηλαδή, υπάρχει πατρικό φίλτρο, που λένε. Δηλαδή, το διαθέτω κι εγώ! Η Άσπα με κοίταξε με βλέμμα ικανοποίησης, επιδοκιμάζοντάς με, όχι σαν άνδρα της αυτή τη φορά, όχι σαν καλλιτέχνη, αλλά σαν αυτόν που φροντίζει και προστατεύει το “προϊόν” της.

Ναι αλλά δεν ανέχομαι τους θορύβους. Ο θόρυβος με τρελαίνει. Μια φορά θύμωσα που έκανε φασαρία το παιδί στην αυλή και δεν με άφηνε να δουλέψω. Φώναξα να μου φέρει το ποδηλατάκι του επάνω και το πήρα και το πέταξα με λύσσα κάτω στην αυλή. Ύστερα του ζήτησα να το ξαναφέρει πάνω κι εγώ το ξαναπέταξα κάτω αφρίζοντας. Ίδιος ο σατανάς.

Το παιδί είχε βουβαθεί. Με κοίταζε με τα μάτια ορθάνοιχτα και τρομαγμένα. Το μετάνιωσα βέβαια. Μικρό παιδάκι ήταν. Του είπα: “Συγγνώμη παιδί μου, θα το φτιάξουμε το ποδηλατάκι, μη στεναχωριέσαι”. Με κοίταζε σαν να μην καταλάβαινε τι σόι πλάσμα ήταν ο μπαμπάς του. Τέτοια καφρίλα δεν την ξανάκανα. Αλλά τι να το κάνεις; Μ’ αυτά και μ’ αυτά το κακό είχε γίνει.

Χρόνια μετά, όταν τελείωσε τις σπουδές του, πήγαμε να φάμε οι δυο μας στο «Ιντεάλ», στην Πανεπιστημίου, να τα πούμε λιγάκι. Του είπα:

-Συγχώρεσε με γιε μου, σε παρακαλώ, για τότε που ήσουν μικρός, και σε χτύπησα ή σε πρόσβαλλα με τα λόγια μου.

-Ναι, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ…

Είπε κι έστριψε αλλού το βλέμμα του λυπημένα. Μια άλλη φορά σε Κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι με τα δύο αγόρια, τις κοπέλες τους και 1-2 στενούς συγγενείς, όλο χαρές και τσουγκρίσματα, μου’ ρθε να το εξομολογηθώ δημόσια, να το βγάλω από πάνω μου ότι δεν ήμουν και τόσο καλός πατέρας, ότι με στενοχωρεί αυτό κι ότι μερικές φορές ήμουν σκληρός με τα παιδιά μου και τα απαξίωσα. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη γι’ αυτό. Όλοι σιώπησαν· Η νονά τους δάκρυσε. Ο Κορνήλιος είπε:

-Θα ήταν καλύτερα αυτά τα πράγματα να κουβεντιάζονται ιδιαιτέρως και σε πιο κατάλληλη στιγμή.

-Συμφωνώ μ’ αυτο, είπε κι ο Ρωμανός.

Δύσκολο πράγμα η συγχώρεση. Την πρώτη φορά στο «Ιντεάλ» κατάλαβα ότι δεν θα την έχω τόσο εύκολα. Και τη δεύτερη με έκαναν να ψάχνομαι μήπως βρήκα πάλι κόσμο μπροστά μου και είπα να δώσω άλλη μια παράσταση.

Τη θέλω πολύ αυτή τη συγχώρεση, αλλά δεν ξέρω ακόμη πώς να τη ζητήσω.

Στα χρόνια μου μας έδερναν οι γονείς μας. Και δεν μας έδερναν μόνο οι γονείς, αλλά και οι δάσκαλοι και οι δασκάλες. Μας τραβούσαν τα αυτιά να μας τα ξεριζώσουν, φώναζαν μες στο αυτί μας, μας χτυπούσαν με τη βέργα. Μια απαίσια δασκάλα, η κυρία Κατινα, που την είχαμε στη Γ’ Δημοτικού και μας είχε ταράξει στις μπάτσες, είχε αρπάξει μια φορά έναν δόλιο συμμαθητή μας από τον σβέρκο και του κοπανούσε το κεφάλι ξανά και ξανά στον μαυροπίνακα. Θρίλερ. Είχε παγώσει όλη η τάξη.

Έχω φάει εγώ μια ανάποδη από τον μπαμπά μου, που αιμορραγούσε απ’ τη μύτη μισή ώρα. Άδικα τελείως. Εγώ αθώος ήμουν. Εκείνος νόμιζε αλλ’ αντ’ άλλων. Κουλουριάστηκα στη γωνία μου και τον έβριζα από μέσα μου με λέξεις αλαμπουρνέζικες, σαν κατάρες, όλο μίσος. «Μπάραρα, παλιομπάραρα». Με άχτι. «Μπαμπάραρα».

Μας έδερναν οι μεγάλοι, ήταν αποδεκτό, συνηθισμένο. «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», λέγανε. Παιδί εκείνης της εποχής είμαι κι εγώ. Αλλά δεν ξέρω αν φταίει αυτό ή κάποιο κρυφό μένος μέσα μου».

76cdd65ebdc34de794c55b9f7c82a3ee

Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο συγκεκριμένο κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας του αναφέρεται και στους δικούς του γονείς.

«Οι γονείς μου αγαπιόντουσαν, ήταν πολύ δεμένοι και πολύ ταιριαστοί. Αλλά κάθε τρεις και λίγο τσακώνονταν. Δηλαδή, τι τσακώνονταν; Εκείνος της έβαζε τις φωνές κι εκείνη η καημένη τον άκουγε με κατεβασμένο κεφάλι. Κι όταν τολμούσε να του αντιμιλήσει, κάτι να πει κι εκείνη, εκείνος ξεφώνιζε ακόμα χειρότερα. Κλεινόμουν στο δωμάτιο μου κι έκλεινα τ’αυτιά μου. «Μη, μην του αντιμιλάς», έλεγα μέσα μου, «μη μη!». Εφιάλτης ήταν να τους βλέπω έτσι. Δείτε όμως και κάτι άλλο:

Μια φορά -θα’μουν επτά- οκτώ χρονών- πήγαμε με το πούλμαν εκδρομή στο Σταυρό Χαλκιδικής, με όλους τους εργαζόμενους της μακαρονοποιίας ΑΒΕΖ, όπου εργαζόταν κι ο πατέρας μου. Φτάσαμε. Όλοι στρώθηκαν κάτω από το πλατάνια, βγάλανε κεφτεδάκια, ντομάτες, αυγά κτλ. Εγώ ξεμάκρυνα με τον ακορντεονίστα της εκδρομής. Καθίσαμε σε ένα καφενεδάκι στη θάλασσα και παραγγείλαμε υποβρύχιο. Μετά ο ακορντεονίστας ήθελε να καθίσει λίγο ακόμα. Τον άφησα και γύρισα μόνος μου εκεί όπου ήταν οι άλλοι.

Όλα ήταν όπως τα άφησα· οι εκδρομείς, τα πλατάνια, τα κεφτεδάκια, τα τραπεζομάντηλα στο γρασίδι, τ’αυγουλάκια… σαν ζωγραφιά. Αλλά που ήταν ο μπαμπάς και η μαμά; Άφαντοι. Είχαν αφαιρεθεί από το κάδρο. Δεν υπήρχαν. Ένιωσα σαν να ορφάνεψα. «Πού είναι η μαμα;» ρώτησα. Μου δείξανε προς τα πού τους είδαν να φεύγουν.

Ανησύχησα. Περπάτησα, περπάτησα, τους βλέπω ξαφνικά μπροστά μου λίγο παράμερα. Δεν με κατάλαβαν. Επικρατούσε μια παράξενη ησυχία. Ήταν ολομόναχοι κα ευτυχείς. Η μαμά καθόταν στη ρίζα ενός δέντρου. Ακουμπούσε την πλάτη της στον κορμό. Ο μπαμπάς είχε γύρη το μάγουλό του στην πόδια της, με το σώμα του απλωμένο στο χορτάρι. Εκείνη του χάιδευε τα μαλλιά. Κοιτάζοντας τον στα μάτια. Ήταν σαν να ξαναγύρισαν στον παράδεισο.

Ένιωσα τόση γαλήνη μέσα μου. Στάθηκα και τους χάζευα. Δεν πλησίασα, μη διαλυθεί η εικόνα, και έφυγα αθόρυβα, κουβαλώντας μέσα μου για πάντα την ολόχρυση αυτή εικόνα που, ό,τι τσακωμοί κι αν γίνονται, όσες στρώσεις δαιμονισμού κι αν πέσουν επάνω της, βγαίνει αλώβητη και προβάλλει πάντα ολόχρυση. Η ολόχρυση εικόνα του αδιάρρηκτου δεσμού. Την βλέπω και βρίσκω πάλι σ’ αυτή, την πίστη, την αγάπη και την δύναμή μου».

360846_.width-750

Σημαντική είναι και η αναφορά στη σύζυγό του, Άσπα με την οποία μετρούν 60 χρόνια παντρεμένοι. Ο Διονύσης Σαββόπουλος γράφει: «Και με την Άσπα καλά ταιριάξαμε. Κοντεύουμε εξήντα χρόνια παντρεμένοι. Ισόβια να μας είχαν καταδικάσει, θα μας είχαν πια αφήσει. Αλλά όχι. Τη θέλω ακόμα.

«Πώς είναι να είσαι παντρεμένος τόσα χρόνια;», μας ρωτάνε. «Σκεφθήκατε ποτέ να χωρίσετε;» «Όχι!» λέει αμέσως η Άσπα. Εγώ όμως λέω: « Αχ, Άσπα μου, το σκεφτήκαμε πολλές φορές, γλυκιά μου».

Μερικές φορές κοντέψαμε, αλλά ξαναπέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κι άλλοτε ήταν μέρες που έπεφτε πάλι βαριά επάνω μας η ταφόπλακα της καθημερινότητας. Δούλευα σε κλαμπ γεμάτα από νεαρές γυναίκες, σεξουαλικά πρόθυμες και επιπλέον ερωτευμένες με τον πρωταγωνιστή. Αισθανόμουν σαν μικρό παιδί που το βάζεις σε ένα δωμάτιο όπου τρέχουν τρενάκια, ρομπότ που μιλάνε, ένα σωρό λουσάτα παιχνίδια, αλλά δεν έπρεπε να αγγίξω τίποτα. Μόνο να βλέπω. Παντρειές μου ήθελες…» σκεφτόμουνα, “να τώρα!”.

Της το χρέωνα ο γελοίος. Μα κι αν μπήκα στον πειρασμό κι αν εξόκειλα καμιά φορά, της το ομολόγησα. Δεν μπορώ να κρατάω μυστικά απ’ τη γυναίκα μου. Με πνίγουν. Τι να κάνω; Της τα λέω όλα. Εξάλλου, άνδρας είμαι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό; Όχι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό. Το άκουγα στην παγερή σιωπή της. Το έβλεπα σ’ αυτό το παγερό πράσινο στο βλέμμα της.

Ήμουν ένα πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν απ’ την ίδια του την πατριαρχικότητα. Έτσι ήμουν τότε. Βουλιάζαμε. Απομακρυνόμασταν και δεν το ομολογούσαμε, για να μην απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο. Το κλαμπ έκλεινε κατά τις τρεις. Δεν μπορούσα να πάω να κοιμηθώ, έπρεπε να σβήσω μηχανές. Πήγαινα με τους μουσικούς για καμιά μακαρονάδα, κανένα ποτό και γυρνούσα σπίτι ξημερώματα.

Αργούσα, κι εσύ μωρό μου, έπαιρνες τηλέφωνο τα στέκια. Σε είχαν μάθει πια όλα τα μπαρ. “Όχι, κυρία Σαββοπούλου, δε φάνηκε απόψε κύριος Διονύσης”. Ξυπνούσα το απομεσήμερο. Εσύ μαγείρευες και περίμενες τα παιδιά να γυρίσουν από το σχολείο, και εγώ κλεινόμουν στο γραφείο με τα ακουστικά και όλο κάτι έγραφα, ανίκανος να μπω στη θέση σου έστω για λίγο. Ήσουν νέα, ήσουν μόνη. Τα βράδια που δεν δούλευα καθόμασταν όλοι να φάμε, αμίλητοι. Υπήρχε μια βουβή ένταση στο σπίτι, ύστερα τα παιδιά κοιμόντουσαν, κι εμείς πέφταμε στο κρεβάτι και αγκαλιαζόμασταν σαν ναυαγοί, σαν δύο πλάσματα που γυρεύουν τη σωτηρία τους το ένα μέσα στο άλλο.

Όσο να’ ναι, πάντα βοηθάει αυτό. Σιγά μη βοηθάει. Μας ξεφύτρωσε ένας τζιτζιφιόγκος κάποια στιγμή. Που σ’ έχανα, που σ’ έβρισκα πότε με τον τζιτζιτζοφιογκο στο τηλέφωνο, πότε «πήγαμε μια βόλτα», πότε «να τον καλέσουμε στο σπίτι μας, Διονύση μου, γιατί χωρίζει κι είναι πολύ μόνος». Όλο κάτι τέτοια.

Ένα απόγευμα που ανεβήκαμε στην Κηφισιά κι πέσαμε πάνω του, τον προσπέρασες στην ψύχρα, χωρίς καν να τον χαιρετήσεις. Κι εκείνος το ίδιο. Κοκκίνισε κιόλας. Έσκυψε το κεφάλι του. Μούγγα κι οι δυο σας.

-Έγινε κάτι; σε ρώτησα.
– Όχι.
-Και γιατί δεν τον χαιρέτησες;
-Δεν τον είδα (!)
-Συνέβη κάτι μεταξύ σας;
-Δεν τον είδα, σου λέω!

Δεν την ξαναρώτησα. Ύστερα μέλι-γάλα. Κι όταν πήραμε και το σπίτι στο Πήλιο κι εσύ ανέλαβες να το φτιάξεις, ήσουν μες στην τρελή χαρά. Ποτέ δεν σε είδα τόσο ευτυχισμένη ρε Ασπουλα. Τέλειο το είχες φτιάξει. Ήταν το πρώτο δικό μας σπίτι. Στην Αθήνα, ακόμα στο ενοίκιο ήμασταν. Αλλά χρόνια μετά, στα Τραπεζάκια έξω, τι μας βρήκε πάλι;

Ήταν τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, εκατομμύρια αμίλητοι Έλληνες βγήκαν επιτέλους από τις στοές τους, ζητώντας σαν απόκληροι την αναγνώριση τους, όπως την αντιλαμβανόταν ο καθένας τους. Εμάς μας κάνανε εξώφυλλο και στον Ταχυδρόμο. Καλοί βγήκαμε. Εσύ βέβαια πάντα κούκλα ήσουνα, αλλά τώρα στο εξώφυλλο έσκισες. Αφέθηκες στο φακό με μισόκλειστα μάτια, όνειρο ήσουν. Κύκλοι θαυμαστών σε περιστοίχισαν. Χαλάλι σου, κούκλα μου! Μέχρι κι ο γέρο- Καραμανλής ήταν όλο παινέματα ένα βράδυ στη «Μεγάλη Βρετανία». «Ισύ ομόρφυνες», σου είπε. Και σ’εμενα: «Ισύ πάχυνες».

Εν τω μεταξύ, τα Τραπεζάκια πούλησαν εκατό χιλιάδες αντίτυπα μέσα στην πρώτη βδομάδα και συνέχιζαν. Γκραν σουξέ! Μήπως καβάλησα κανένα καλάμι και σ’ άφησα πίσω; Ένιωσες σαν να σ’ έφτυνα πάλι; Σιωπούσες. Καθόσουν αμίλητη και ρεμβαστικη. Σε ρώτησα:
-Τι τρέχει;
-Τίποτα
Σιωπή…
Εγώ γνώρισα μια κοπέλα απ’τη δουλειά. Ωραία, χαρούμενη και με ταλέντο. Η κουβέντα μαζί της ήταν απόλαυση. Βγαίναμε και οι τρεις μας αλλά εσύ πάντα δυσφορούσες. Κι από που ξεφύτρωσε εκείνος ο φουσκωτός που μας κουβάλησες στην παρέα ένα βράδυ; Κάθε τρεις και λίγο «να πάρουμε μαζί μας και τον Μπόμπ, είναι πολύ καλός για παρέα». Μια άλλη φορά σ’ ένα συνέδριο που ήμουν κοτζάμ ομιλητής, μου’ρθες καθυστερημένη:
-Άργησα; Τελειώσατε; Βρήκα τον Μπόμπ στο δρόμο και τσιμπήσαμε κάτι έξω.

Ασορτί με τον άνεμο της Αλλαγής, η Ασπούλα! Επιστρατεύτηκαν κι όλες οι φιλενάδες. Μαζευόσασταν και «Ψου, ψου, ψου» για τον Μπόμπο και «κακακα»τα γέλια. Με παίρνανε τηλέφωνο όλες μαζί: «Είπε η Ασπα δεν θα’ρθουμε στο πρώτο μέρος της παράστασης που το είχαμε πρόγραμμα, θα’ρθουμε στο διάλειμμα για το δεύτερο μέρος». Πάει όμως το διάλειμμα, πάει και το δεύτερο μέρος, τελείωσε κι η παράσταση, κι ούτε Ασπα, ούτε κολλητές. Μου τηλεφωνήσατε να έρθω να σας βρω κατευθείαν στον «Ηριδανό». Ήρθα και σας βλέπω γύρω γύρω από τον Μπόμπο, εκείνος καμαρωτός κι αγέρωχος κι εσείς όλο χαριτωμενιές πια.

Εγκατέστησα τότε και εγώ στις καθημερινές συναναστροφές μας την χαρούμενη και ομιλητική συνάδελφο, που ήταν σοβαρή γυναίκα και μ’ άρεζε. Ήμαστε πατσι. Ναι, αλλά ήμασταν με τα καλά μας; Η λες να μας τρέλανε και τους δυο μας στο ΠΑΣΟΚ; Από ποιά τρύπα θέλαμε να βγούμε; Από τι ήμασταν απόκληροι; Θέλησα να τα συζητήσουμε όλα αυτά. Τι μας συμβαίνει;

«Τίποτα», μου απάντησες. Σιωπή πάλι. Αυτή βουβαμάρα σου μου την έσπαγε τελείως ρε Άσπα. Καλά σε έλεγε «Μουγκόθόδωρο» η αδερφή σου όταν ήσασταν μικρές. Είμαι άνθρωπος του μπλα-μπλά. Άνθρωπος της αφήγησης, της εξομολόγησης. Ο μακαρίτης ο Ιωάννου έλεγε: « Η εξομολόγηση είναι μεγάλη παρηγοριά της ψυχής». Δεν την αντέχω τη σιωπή σου, μωρό μου. Δεν αντέχω πια να είσαι ολόκληρη ένα αίνιγμα.

Έριξα μερικά ρούχα σε μία βαλίτσα και σε απαράτησε, κι εσένα και τα καλά σου και το σπίτι. Έπιασα δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Πέρασαν μήνες. Άλλες παρέες έκανα εγώ, άλλες εσύ. Δε βλεπόμασταν. Μια φορά μόνο κόμμα που ήρθες ξαφνικά στο ξενοδοχείο και κάναμε έρωτα. Αλλά ήταν πολύ λυπημένο εκείνο το σμίξιμό μας, πουλάκι μου. Πολύ λυπημένο… Ύστερα πέρασαν πάλι μήνες.

Και ξαφνικά ξυπνάω ένα πρωί και μου έλειπες φρικτά! Μου έλειπαν τα μάτια σου, μου έλειπε η φωνή σου. Ήσουν στο Πήλιο. Άρπαξα ένα ταξί μπροστά από την πλατεία και ήρθα κατευθείαν επάνω. Τα παιδιά ήταν στην κατασκήνωση του σχολείου τους, θυμάμαι. Τα είπαμε, τα ξομολογηθήκαμε, τρομάξαμε με τα ίδια μας τα λόγια, σπάσαμε ποτήρια, σπάσαμε πιάτα, ώσπου σπάσαμε κι εμείς οι ίδιοι, κι ανοίξαμε τις ψυχές μας επιτέλους μαζί με τις μελανιές τους.

Και ύστερα, όπως απότομα τελειώνει καταιγίδα, και η θάλασσα, που τόση ώρα μαινόταν, βγάζει τώρα προβατάκια και ηρεμεί σιγά-σιγά, έτσι κι εμείς χαμηλώσαμε τα κεφαλάκια μας, και αμίλητοι και χαζούληδες πια γυρίσαμε στην Αθήνα.
Κοντεύουν σαράντα χρόνια από τότε.

Και συνεχίζουμε εν πλω, κοιτώντας πίσω τον αφρό ώσπου η ζωή να βασιλέψει, εγώ θα σ’ αγαπώ».

SAVVOPOULOS-4

Ο Διονύσης Σαββόπουλος επανέρχεται στους γονείς του. Όπως εξομολογείται, λυπάται που δεν πρόλαβε να τους πει “σε λατρεύω”. Οι δύο γιοι του και η σύζυγός του, Άσπα, είναι τα πάντα για εκείνον. «Δυστυχώς, με τους γονείς μου δεν πρόλαβα να επικοινωνήσω τόσο βαθιά. Να τα ξεκαθαρίσω όσο ήταν ακόμα εν ζωή. Οι σχέσεις μας βέβαια είχαν αποκατασταθεί, χωρίς όμως ποτέ να φτάσουν στο κουκούτσι, στην πίκρα μου.

Εγώ πάντως, με τα χρόνια, αυτή την πίκρα την μεταμόρφωσα τελείως. Τα λάθη και τα στραβά τους είναι πια για μένα σαν σκηνές του παλιού ελληνικού σινεμά. Λογοθετίδης, Λιβυκού, Γιώργος Κωνσταντίνου, Μάρω Κοντού… Τα οποία σύννεφα είναι μέρος της λιακάδας τους που με περιβάλλει αδιαλείπτως.

Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να τους το πω αυτό: Σε λατρεύω, μπαμπά· σε λατρεύω, μαμά. Άψογοι είστε πια στα μάτια μου. Θεϊκοί, όπως όταν ήμουν μικρό παιδί.

Αυτό το φως, αυτή τη δυνατότητα, δεν θέλω να τη χάσω με τα παιδιά μου. Δεν θέλω να αργήσω και να χάσουμε την ευκαιρία. Να ανοιχτούμε με τον μεγάλο και τον μικρό όπως με την Άσπα εκείνο το μακρινό καλοκαίρι. Να ανοίξουμε πια τα φτερά μας και να πετάξουμε πριν χωριστούμε για πάντα.

Αυτό θα κάνω. Παρατάω το βιβλίο κι αυτά που σας ιστορώ και πάω να τους βρω. Ο μεγάλος ποια είναι 56 ετών και ο μικρός 52. Με κοιτάζουν με ένα μειδίαμα. Βουρκώνω σε μια στιγμή της κουβέντας μας και απορούν:
-Μα πού τα θυμήθηκές τώρα; Μετά από τόσα χρόνια…
-Μήπως γράφεις τίποτε πάλι; Με ρωτάει ο μεγάλος.
-Ένα βιβλίο γράφω.
-Και πώς θα τα πεις αυτά; Ρωτάει ο μικρός.
-Θα πω: Το’χω βάρος που χτυπούσα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά, και όταν μεγάλωσα, ζήτησα να με συχωρέσουν, αλλά μου το κάναν δύσκολο και…
-Και άρχισα να τα ξαναβαράω! Πετάχτηκε ο μικρός.

Βάλαμε τα γέλια με τον μεγάλο. Ο μικρός παρέμεινε απαθής. Έτσι είναι αυτός. Εκτοξεύει τόπα καλαμπούρι και παραμένει ανέκφραστος σαν τον Μπαστερ Κίτον κι αυτός, όπως ο Κυριτσόπουλος. Ο μεγάλος όχι, είναι σαν κι εμένα· αν πούμε κάτι αστείο, γελάμε μαζί με τους άλλους.

Όταν πηγαίναμε δημοτικό, δεν μοιάζαν καθόλου μεταξύ τους. Ο μεγάλος πάντα όμορφος και πρακτικός σαν την μάνα του. Ο μικρός παιδαριώδης και φαντασιόπληκτος σαν κι εμένα.
Στο γυμνάσιο τα ρωτήσαμε τι θέλουν να γίνουν σαν μεγαλώσουν.
-Εγώ αεροπόρος, είπε ο Κορνήλιος.
-Εγώ σκέφτομαι στα οικονομικά, είπε ο μικρός, ο Ρωμανός.
-Κοίτα, λέω στην Άσπα. Με τους γονείς που μπλέξανε, ο μεγάλος, ο πρακτικός και προσγειωμένος, σ’ όλη του τη ζωή θα προσπαθεί να απογειωθεί. Και ο μικρός, ο φαντασιόπληκτος, διαλέγει τα οικονομικά για να προσγειωθεί.

Έτσι κι έγινε εν τέλει. Ο μεγάλος πήγε και σπούδασε στην Φλόριντα στην Αμερική, πιλότος αεροσκαφών. Τώρα είναι κυβερνήτης στα Boeing, δουλεύει σε διάφορες εταιρείες έξω. Πότε είναι στην Ελλάδα, πότε όχι. Παλιά, όταν δούλευε εδώ στην Aegean ή στην Ολυμπιακή, και τύχαινε να ταξιδεύω με την ίδια πτήση, έστελνε την αεροσυνοδό και με καλούσες στο πιλοτήριο.

Οι επιβάτες με βλέπανε να μπαίνω στο κόκπιτ, και όταν μετά από λίγο άκουγαν στα μεγάφωνα «ο κυβερνήτης του αεροσκάφους κύριος Σαββόπουλος σας καλωσορίζει και σας εύχεται μία ευχάριστη πτήση», μια έκφραση απορίας αλλά και ανησυχίας διαγραφόταν στα πρόσωπα τους. Και όταν επέστρεφα στη θέση μου και άνοιγα το βιβλίο μου, εκεί ήταν που μένανε με το στόμα ανοιχτό. «Τρελός είναι; Αφήνει το αεροπλάνο ακυβέρνητο;». Στην αρχή δεν το καταλάβαινα και τους χαμογελούσα σαν ηλίθιος. Έπρεπε να παρέμενα στο πιλοτήριο και στο τέλος του ταξιδιού να βγαίνω στο διάδρομο φορώντας στολή κυβερνήτη και να τους χαιρετώ έναν έναν: «Ελπίζω να σας ξαναδούμε στις πτήσεις μας» κτλ.

Μια φορά, σε μια νυχτερινή πτήση Θεσσαλονίκη – Αθήνα με κυβερνήτη τον Κορνήλιο, χώθηκα και εγώ στο κόκπιτ μαζί του, καμαρώνοντας το γιο μου που ανεβοκατέβαζε ανέκφραστος μοχλούς και διακόπτες, μιλούσε με τον πύργο ελέγχου στην ακατανόητη γλώσσα τους και μας ανέβαζε στον ουρανό. Είχα πιει κανα δυο ποτηράκια στο αεροδρόμιο, με κέρασε κι άλλο ένα η αεροσυνοδός, ήταν βράδυ, ήρθα στο κέφι, πήρα το μικρόφωνο και άρχισα να τραγουδάω το «Ας κρατήσουν οι χοροί». Έρχεται η αεροσυνοδός καταχαρούμενη.

«Οι επιβάτες πίσω έχουν πιάσει το τραγούδι και κρατούν το ρυθμό με παλαμάκια. Το διασκεδάζουν». 35.000 πόδια ψηλά, κάναμε το αεροπλάνο πούλμαν με χαρούμενους εκδρομείς και μ’εμένα στο ρόλο της Βουγιουκλάκη. Αλλά η διοίκηση τον μάλωσε τον Κορνήλιο και δεν ξαναμπήκα στο κόκπιτ. Όταν πετούσε και τύχαινε να είμαι και εγώ στην πτήση, περίμενα πρώτα να προσγειωθούμε και ύστερα έμπαινα για να τον χαιρετήσω και να τον φιλήσω.

Είναι λεβεντιά ο Κορνήλιος μας. Ευθυτενής, ωραίος. Κυβερνήτης, φίλοφιλόσοφος και ψυχοθεραπευτής. Μελετάει εδώ και χρόνια πλάι σε έναν γκουρού στην Αμερική. Είναι μια ξεχωριστή σχολή που συνδυάζει, απ’ ό,τι κατάλαβα, επιστήμη και μεταφυσική. Επίσης γράφει ωραία ποιήματα, αλλά στα αγγλικά! Γιατί όχι στα ελληνικά; Το’ χω καημό που τρέχει σε ξένα χωράφια.

Και πότε θα παντρευτεί; Είναι μεγάλος πια. Τόσο ωραία και μορφωμένα κορίτσια πέρασαν απ’ τη ζωή του, δεν θέλησε να στεριώσει με καμιά; Γεροντοπαλίκαρο θέλει να μείνει; Τι να πω; Δική του είναι η ζωή, να ‘ναι καλά το παιδί μου, να ακολουθεί το δρόμο της καρδιάς του.

Ο άλλος, ο μικρότερος, ο Ρωμανός μας – ο φαντασιόπληκτος, όπως τον έλεγα εγώ –, που για να προσγειωθεί στην ζωή του διάλεξε να σπουδάσει οικονομικά, το ‘κάνε εν τέλει. Σπούδασε στη Σκωτία, οικονομικά για ένα χρόνο. Αλλά δεν τα άντεξε, τα παράτησε, άλλαξε σχολή και πήγε στην αρχιτεκτονική. Νομίζω πως ξέρω το γιατί: Η αρχιτεκτονική σ’ αφήνει να φανταστείς και να κάνεις ότι θέλεις. Υπό έναν όρο: Να μην πέφτει! Χάρηκα γι’αυτόν όταν το έμαθα. Αυτό του πήγαινε, έγινε ένας καλός αρχιτέκτονας, που σέβεται την επιστήμη του χωρίς συμβιβασμούς. Στην αρχή δούλευε στο Λονδίνο και μετά σε γραφείο μελετών στην Αθήνα, ώσπου τον προσέλαβε γνωστή κατασκευαστική εταιρία ως υπεύθυνο ενός μεγάλου τομέα της. Παντρεύτηκε την συμμαθήτρια του από το λύκειο Αγγέλα Κάτρη. 30 χρόνια είναι μαζί και 22 χρόνια παντρεμένοι. Μας κάνανε και δύο εγγόνια, τον Διονυσάκη και τον Ανδρέα. Μικροί θεοί».

201809241121110.0266_ROMANOS_SAVOPOYLOS_ME_TIN_IKOGENIA_TOY_23092018

Ο γιος του Διονύση Σαββόπουλου με τη σύζυγο και τον γιο του

Δειτε Επισης

Βεντέτα στο Ηράκλειο: Πατέρας τραυμάτισε τον αδελφό του δολοφόνου του γιου του, Στέφανο Κοκολογιάννη
Νίκος Κουρής: «Αν κάποιος είναι τίμιος και αγαπάει τον άνθρωπό του, μπορεί να συγχωρήσει την απιστία»
Ευρυδίκη: «Ένιωθα πάντα τόσο περήφανη που είχα την ομορφότερη μαμά! Star του Hollywood του ‘60»
Η on camera αντίδραση της Βάσως Λασκαράκη για τον σύζυγό της, Λευτέρη Σουλτάτο μετά το χειρουργείο
Τα αποχαιρετιστήρια μηνύματα στην βασίλισσα του λαϊκού τραγουδιού, Καίτη Γκρέυ - Η τελευταία της επιθυμία
Ιφιγένεια Πιερίδου – Νίκος Μέλλος: Συγκατοικούν έπειτα από δυόμισι χρόνια κοινής πορείας
Ένταση στο Εφετείο ανάμεσα στους δικηγόρους των δύο πλευρών της Δίκης Πέτρου Φιλιππίδη
Ο Φώτης Ιωαννίδης και η Ελένη Βουλγαράκη παντρεύονται - Γάμος μέσα στο καλοκαίρι
Νικόλαος Ντε Γκρες – Χρυσή Βαρδινογιάννη: Φήμες για γρήγορο γάμο σε στενό κύκλο
Πέγκυ Τρικαλιώτη: «Ένας χωρισμός είναι ένα είδος εξέλιξης»